Του Γιάννη Παντελάκη
 
Για κάποιον περίεργο (;) λόγο, η υποψηφιότητα Μώραλη, δηλαδή Μαρινάκη, δεν έτυχε της υποδοχής που της έπρεπε. Λογικά, όταν ένας υπάλληλος ενός εφοπλιστή και ιδιοκτήτη μιας μεγάλης ομάδας βάζει υποψηφιότητα για την άλωση ενός μεγάλου δήμου, θα έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσει. Πώς; Γιατί; Πρόκειται για την ελληνική εκδοχή του Μπερλουσκόνι; Τι αναζητά ένας τέτοιος τύπος στα δημόσια πράγματα του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας; Είναι μια πρόβα εν όψει μιας μελλοντικής εισόδου στην κεντρική πολιτική σκηνή; Τι απ” όλα αυτά συμβαίνει;
 
Απαντήσεις σε όλα αυτά δεν δόθηκαν. Το ενδιαφέρον είναι πως δεν τέθηκαν καν τέτοιου είδους ερωτήσεις. Με μερικές μικρές εξαιρέσεις (Δρίτσας κυρίως, Μιχαλολιάκος κ.ά.), οι οποίες αιτιολογούνται λόγω συνυποψηφιοτήτων, η κάθοδος Μώραλη (δηλαδή Μαρινάκη) δεν απασχόλησε στον βαθμό που θα έπρεπε την κοινή γνώμη. Και συνήθως για να ασχοληθεί η κοινή γνώμη με ένα τέτοιας διάστασης θέμα, κάποιοι θα πρέπει να το αναδείξουν. Τα πολιτικά κόμματα ή τα μέσα ενημέρωσης. Αυτά μπορούν να προκαλέσουν τη σχετική φασαρία, να το φέρουν στον δημόσιο διάλογο, να δώσουν τη σημασία που αρμόζει.
 
Εχω την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα, ότι και τα πρώτα αλλά και τα δεύτερα δεν πολυασχολήθηκαν με αυτό. Οχι επειδή το θεώρησαν έλασσον, δεν είναι άλλωστε. Αλλά για λόγους που θα πρέπει να μας προβληματίσουν όλους. Προφανώς κάποιοι πολιτικοί και κάποια λίγα μέσα προσπάθησαν να μιλήσουν για το θέμα, να αναφερθούν στο φαινόμενο, να κάνουν κριτική προσέγγιση. Αλλά επίσης προφανές είναι πως η επιρροή στην κοινωνία όσων αναφέρθηκαν σ” αυτό είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και τα πανίσχυρα μέσα ενημέρωσης, που μπορούν να καθορίσουν την ατζέντα του πολιτικού διαλόγου, φρόντισαν να μην το κάνουν. Επέλεξαν μια ουδέτερη, αν όχι φιλική, προσέγγιση στο φαινόμενο. Το αντιμετώπισαν σαν κάτι σύνηθες, αν δεν το είδαν και με καλό μάτι.
 
Η συγκεκριμένη υποψηφιότητα έχει δύο βασικές πτυχές. Αν τις αναφέρουμε, νομίζω θα δώσουμε αυτόματα και τις απαντήσεις για τους λόγους που ένα τέτοιο φαινόμενο μένει μακριά από την κριτική εκείνων που μπορούν να την κάνουν αποτελεσματικά. Μια κριτική που δεν είναι απαραίτητο να έχει εκ προοιμίου χαρακτηριστικά σφοδρότητας, αλλά τουλάχιστον ανάδειξης ενός νέου φαινομένου στην πολιτική ζωή αυτής της χώρας. Δεν συμβαίνει συχνά άλλωστε ένας υπάλληλος ενός πανίσχυρου οικονομικά ανθρώπου να εκτίθεται ως υποψήφιος. Δεν έχει συμβεί ο πανίσχυρος αυτός άνθρωπος να συμμετέχει στον συνδυασμό του υποψηφίου. Δεν έχει συμβεί ένας πρώην πανίσχυρος οικονομικός και αθλητικός παράγοντας (Κόκκαλης), που κυριάρχησε αρκετά χρόνια σε πολλά επίπεδα, να στηρίζει αυτό το σχήμα. Ολα αυτά είναι ξένα γι” αυτή τη χώρα.
 
Η πρώτη πτυχή της συγκεκριμένης υποψηφιότητας είναι η ιδιότητα του οικονομικά εύρωστου εφοπλιστή και η επιρροή που μια τέτοια ιδιότητα έχει σε διάφορα επίπεδα. Ο κ. Μαρινάκης δεν είναι απλά ένας εφοπλιστής που μαζεύει πλούτο από τις δραστηριότητές του. Εχει δείξει ενδιαφέρον εμπλοκής και σε άλλα επίπεδα. Ενα από αυτά είναι και ο Ολυμπιακός, μια λαοφιλής ομάδα η οποία για έναν σεβαστό αριθμό ανθρώπων αποτελεί κάτι πολύ σημαντικό, είναι μια παρομοίωση θρησκείας ή κάτι σχετικό, όση υπερβολή και αν αυτό περιέχει. Και μπορεί να αποτελεί μια παρακμιακή έκφραση ενός κομματιού της κοινωνίας η αξιολόγηση μιας ομάδας ως ιεραρχικά σημαντικότερης από άλλους θεσμούς ή αξίες, αλλά δεν παύει αυτό να αποτελεί μια πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2014. Αυτή η δεύτερη ιδιότητα του συγκεκριμένου εφοπλιστή, η ιδιοκτησία της ομάδας δηλαδή με τα εκατομμύρια φίλους, είναι η άλλη πτυχή της συγκεκριμένης υποψηφιότητας.
 
Δεν γνωρίζω, ίσως κανένας να μη γνωρίζει, ποια θα είναι η υποδοχή της συγκεκριμένης υποψηφιότητας από την κοινωνία του Πειραιά. Είναι ένα πρωτόγνωρο πείραμα. Και το αποτέλεσμα θα το μάθουμε μόνο την Κυριακή των εκλογών. Εκείνο που γνωρίζω είναι πως στην Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα του 2014, ένα πολιτικό σχήμα χωρίς σαφή και παραδοσιακά πολιτικά χαρακτηριστικά, ένα συνονθύλευμα περίεργο διεκδικεί τον δήμο του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Και εξακολουθώ να αναρωτιέμαι γιατί δεν μιλάμε γι” αυτό…

 
Top