Ένα από τα γνωστότερα έθιμα της Μανιάτικης παράδοσης είναι ο Γδικιωμός. Όταν δύο οικογένειες αποφάσιζαν να ανοίξουν ”όχτρητα”(έχθρα), λίγα πράγματα μπορούσαν να εμποδίσουν ή να αναβάλλουν τις συγκρούσεις.
Ένα απο αυτά ήταν το Ξέβγαρμα. Όταν κάποιος ήθελε να κυκλοφορήσει δημόσια, χωρίς τον κίνδυνο να τον σκοτώσει κάποιος απο την αντίπαλη οικογένεια, τότε έπρεπε να συνοδεύεται απο τον Ξεβγάρτη.
Ο Ξεβγάρτης ήταν ένα άτομο απο ισχυρή οικογένεια, ουδέτερη ως προς τον πόλεμο. Οι εχθροί δεν τολμούσαν να χτυπήσουν τον Ξεβγάρτη ή τον προστατευόμενό του, γιατί τότε η οικογενειά του θα συμμαχούσε με αυτή του προστατευόμενου και θα γινόντουσαν πιο ισχυροί. Για να είναι σεβαστός ο Ξεβγάρτης έπρεπε να είναι απο αξιόλογο γένος και όχι απο αχαμνόμερη οικογένεια αλλιώς διέτρεχαν και ο ίδιος και ο προστατευομενός του.

«του μπάρμπα του Μπουγιουκλή εξέβγαινε και το ραβδί»

Παλιό Λαγιάτικο δίστιχο που αναφέρεται στο ισχυρό γένος των Μιχαλακιάνων. (Βουγιουκλάκηδων)
Ο Ξεβγάρτης δεν γινόταν να συνοδεύει κάθε μέρα το ίδιο πρόσωπο, αλλιώς θεωρούταν η πράξη του κοροϊδία πρός τους εχθρούς και δεν δεχόντουσαν το Ξέβγαρμα.
Πολλές φορές αν το σόι του Ξεβγάρτη ήταν ιδιαιτέρως ισχυρό, το ρόλο μπορούσε να αναλάβει όχι μόνο ενήλικας άντρας αλλά και γυναίκα ή παιδί. Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου κάποιος μπορούσε να περάσει μπροστά απο τα σπίτια της αντίπαλης οικογένειας κρατώντας μόνο κάποιο προσωπικό αντικείμενο του Ξεβγάρτη ( Μαγκούρα, κομπολόι,τσιμπούκι κ.α).
φεύγει κι ο δήμος στο βουνί μα δίχως να χει ξεβγαλτή
Απο το μοιρολόι του Δήμου Τζανάκου
Ξεβγάρτης μπορούσε να θεωρηθεί και ένας ξένος, μη Μανιάτης. Οι Μανιάτες απο σεβασμό δεν χτυπιόντουσαν μπροστά σε ξένους. (…αυτοί δεν γνωρίζουν τα μανιάτικα).Τη νύχτα σπάνια γινόταν ξέβγαρμα, γιατί κάποιος μπορούσε να επιτεθεί επικαλούμενος τη δικαιολογία, ότι δεν ήταν ευδιάκριτος ο ξεβγάρτης και ο προστατευομενός του.
Στο παρακάτω μοιρολόι γίνεται άλλη μια αναφορά για τον Ξεβγάρτη και το ρόλο του.
Της Βγενικής
Ψηλοχαμπήλωσε σουκιά,
για να ξανανοίξω τα βουνά
κι’ όλα τα λειροχάλικα,
μην έρχεται ο Ληγόρης μου,
στην Καλαμάτα, πώλειπε
Μήπως και πάει από ψηλά,
και πάει στον κουμπαρώνε μας
στα Μαυρομιχαλιάνικα,
του βάλασι ψωμί έφαε,
του δώκασι κρασί έπιε,
κι απέει τον ερωτήσασι
μη θέεις κουμπάρε ξεβγαρτή,
κείνου του φάνη σα ντροπή
και σα μεγάλη προσβολή
Έδωκε μια κι’ έφυγε,
το δρόμο, ου επάαινε,
στη λούμπα¹ την αθόλωτη
συναπαντήθησα οι γιοχτροί²
σα φίλοι εχωρίσασι,
Μα με τον πιζωκολισμό,
εκείνοι ήτα εξ’οκτώ
κι’εκείνο ήτα μοναχό
Μνιά μπαταριά³ του δώκανε
και χάμου τον ξαπλώσανε
  1. Λακούβα-Λάκος
  2. Εχθροί
  3. Πυροβολισμός < λατινική λέξη  battuo (χτυπώ)
πηγη
 
Top