Μετά την τάση υπερκρεατοφαγίας που επικράτησε στη χώρα μας, αλλά και σε όλο σχεδόν το δυτικό κόσμο, μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, άρχισαν να επικρατούν, και δικαιολογημένα, αντίθετες τάσεις και απόψεις για το πώς πρέπει να...







τρεφόμαστε και ποια είναι τα είδη των τροφών που χρειάζεται να συμπεριλάΒουμε στη διατροφή μας, για να είναι όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένη.Έτσι, προέκυ- ψε η χορτοφαγία ως απάντηση στην υπερκατανάλωση κρέατος.

Στην πραγματικότητα, η χορτοφαγία δε συνεπάγεται την αποκλειστική κατανάλωση χορταρικών και λαχανικών αλλά είναι μια πλήρης και απόλυτα ισορροπημένη διατροφή, που παρέχει όλα τα θρεπτικά στοιχεία για την καλή λειτουργία του οργανισμού μας, την υποστήριξη του κυτταρικού μας ιστού αλλά και τη γενικότερη ανάπτυξη των ιστών μας, με την προϋπόθεση ότι είναι σωστά σχεδιασμένη και σέβεται τις σύγχρονες επιστημονικές μελέτες.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κατ' αρχάς, η χορτοφαγία χωρίζεται:

α) στην απόλυτη χορτοφαγία (διεθνώς Vegan Diet), στην οποία έχουμε πλήρη αποχή από ζωικά προϊόντα (κρέας, ψάρι, αυγό, γαλακτοκομικά), ενώ καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής μας τα φρούτα, τα εσπεριδοειδή, τα ζυμαρικά, τα όσπρια, τα λαχανικά και οι ξηροί καρποί

β) στη γαλακτοχορτοφαγία (διεθνώς Lacto Vegeterian), κατά την οποία μαζί με τις παραπάνω τροφές καταναλώνουμε και γαλακτοκομικά προϊόντα (γά - λα, γιαούρτι, τυρί και παράγωγα)

γ) στη γαλακτοαυγοχορτοφαγία (διεθνώς Lacto Ονο Vegeterian), κατά την οποία συμπεριλαμβάνουμε στη διατροφή μας και αυγά. Το τελευταίο είδος, η Lacto Ονο Vegetarian Diet, είναι και η πιο πλήρης μορφή χορτοφαγίας λόγω της ποικιλίας και της ποιότητας των θρεπτικών συστατικών που περιέχει.

Πρόσφατες επιστημονικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι χορτοφάγοι (και από τα τρία είδη) έχουν μικρότερο βαθμό επικινδυνότητας γιαπαχυσαρκία, υπέρταση, καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη τύπου Β, νευροπάθειες, πέτρες στη χολή, δυσκοιλιότητα και τέλος καρκίνο.

Ως εδώ, λοιπόν, όλα καλά με τη χορτοφαγία, η οποία είναι μια απόλυτα ισορροπημένη διατροφή, όταν ασφαλώς είναι σχεδιασμένη από το διαιτολόγο και όχι από εμάς τους ίδιους. Σε αντίθετη περίπτωση, παρά τα ευεργετικά της αποτελέσματα, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.

Πρώτα πρώτα, η προσλαμβανόμενη πρωτεΐνη κατά τη διάρκεια της χορτοφαγίας, και ειδικά της πλήρους χορτοφαγίας, είναι ελλιπής και σε ποσότητα αλλά και σε ποιότητα, αφού οι φυσικές πρωτεΐνες δεν περιέχουν όλα τα βασικά αμι- νοξέα που είναι απαραίτητα για την πλήρη απορρόφηση των πρωτεϊνών αλλά και για την επαναδόμηση των ιστών. Η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι ο συνδυασμός πολλών ξεχωριστών ειδών φυσικών πρωτεϊνών.

Παράλληλα, η χορτοφαγία που δεν περιέχει γαλακτοκομικά μπορεί να είναι ελλιπής σε ασβέστιο, το οποίο δεν υπάρχει σε αφθονία στα φυτικά προϊόντα. Ακόμα, έλλειψη μπορεί να παρουσιαστεί στη λιποδιαλυτή βιταμίνη D, η οποία είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου.

Επιπλέον, η πρόσληψη ζωικού σιδήρου, που είναι και η πλέον απορροφήσι- μη μορφή του, είναι ελλιπέστατη αλλά, και αν ακόμα προσθέσουμε στη διατροφή μας σε αφθονία σπόρους, δημητριακά, σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, όσπρια και ξηρούς καρπούς, τροφές δηλαδή πλούσιες σε σίδηρο, πάλι ορισμένοι παράγοντες, όπως το φυτικό οξύ, το οξαλικό οξύ και το τανικό οξύ, που βρίσκονται σε αφθονία στα φυτικά προϊόντα, δεν επιτρέπουν την πλήρη απορρόφηση του σιδήρου.

Τέλος, η Βιταμίνη Β12 δεν περιέχεται σε τροφές φυτικής μορφής. Κατά συνέπεια, έχει μηδενική παρουσία στην απόλυτη, κυρίως, χορτοφαγία. Το ίδιο συμβαίνει, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, και με την πρόσληψη του ψευδάργυρου.

Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι λέμε «ναι» στη χορτοφαγία, ακόμα και στην απόλυτη μορφή της, αλλά με τον όρο ότι έχει σχεδιαστεί από το διαιτολόγο και δεν είναι απόρροια μόνο των προσωπικών γευστικών μας προτιμήσεων, γιατί τότε πρόκειται για ελλιπή διατροφή, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στη λειτουργία του οργανισμού.



 
Top