«Το δόντι είναι δουλειά που μπορεί να περιμένει», δεδομένου, μάλιστα, και του... νοσηρού επιπέδου ασφαλιστικής κάλυψης των οδοντιατρικών πράξεων η επίσκεψη στον οδοντίατρο αναβάλλεται έως ότου ο πονόδοντος χτυπήσει «κόκκινο»....
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο «Οδοντιατρικό Βήμα», και αναδημοσιεύει η Καθημερινή , στις προσθετικές εργασίες («γέφυρες», οδοντοστοιχίες κ.λπ.) καταγράφεται μείωση έως και 80%, κάτι που προκαλεί κλυδωνισμούς σε οδοντιάτρους, οδοντοτεχνίτες, εισαγωγείς οδοντιατρικού υλικού και μηχανημάτων, που αναζητούν λύσεις για να «συγκρατήσουν» τις τιμές, αλλά και τους πελάτες τους.
«Κάθε εβδομάδα έρχεται και νέος ιατρικός επισκέπτης, για να μου κάνει επίδειξη υλικών που μπορούν να αντικαταστήσουν αυτά που μέχρι σήμερα αγόραζα», τονίζει στην «Κ» παλαιός οδοντίατρος. «Η κινητικότητα είναι μεγάλη», συνεχίζει, «πολλοί συνάδελφοι, στο πλαίσιο κάποιου επαγγελματικού ταξιδιού στην Ευρώπη, προμηθεύονται οδοντιατρικό υλικό, άλλοι καταφεύγουν στο Ιντερνετ αγοράζοντας αναλώσιμα από Ινδία, Κίνα ή χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, ενώ μερίδιο κερδίζουν και εμφυτεύματα ασιατικής προέλευσης». Κάθε μία από τις παραπάνω επιλογές συνεπάγεται μια μικρή εξοικονόμηση αρχικά για τον γιατρό και κατ’ επέκταση για τον ασθενή.
«Οι πρώτες ύλες τις οποίες χρησιμοποιούμε στα εργαστήρια πωλούνται σε πολύ υψηλότερη τιμή από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο», τονίζει στην «Κ», ως ένα ακόμη ελληνικό παράδοξο, ο πρόεδρος του Συλλόγου Οδοντοτεχνιτών Αθηνών και Περιχώρων, κ. Αναστάσιος Κλωνής. «Είτε απευθυνθείς στη Γερμανία είτε στην Τουρκία ή στη Βουλγαρία, η τιμή τους είναι κατά πολύ χαμηλότερη από την ελληνική», υποστηρίζει. Το δεδομένο αυτό στάθηκε, άλλωστε, και η αφορμή να ανοίξει η «κερκόπορτα» για τον οδοντιατρικό τουρισμό. «Οι οδοντίατροι από τη Θράκη, βλέποντας πώς εξελισσόταν η κατάσταση, άρχισαν να δίνουν παραγγελίες σε οδοντοτεχνίτες στην Αδριανούπολη, τις οποίες παραλάμβαναν μέσω Ι.Χ. που περνούσαν καθημερινά τα σύνορα». Οταν η τακτική αυτή έγινε κοινό μυστικό, σκέφθηκαν και οι οδοντίατροι από την... άλλη πλευρά να επωφεληθούν των αδυναμιών του ελληνικού συστήματος, με αποτέλεσμα να διαφημίζουν ολοκληρωμένα πακέτα «ιατρικού τουρισμού», όπου εντός τριών ημερών μπορούσε κάποιος να τελειοποιήσει την οδοντοστοιχία του... «Οι δουλειές των δικών μας εργαστηρίων έχουν μειωθεί αισθητά, 30% με 40%», επισημαίνει ο κ. Κλωνής, ενώ «έχει περιοριστεί το άνοιγμα νέων εργαστηρίων, πολλοί νέοι συνάδελφοι φεύγουν για το εξωτερικό και όσοι έχουν κατοχυρώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν περιμένουν ούτε μέρα...».
Σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, όμως, καταγγέλλουν και οι έμποροι εισαγωγείς οδοντιατρικών ειδών, μέσω του Πανελληνίου Συλλόγου τους. «Με τον νόμο 3370/2005 επιβάλλεται τέλος ετοιμότητας των υπηρεσιών ΕΟΦ για εποπτεία της αγοράς και την κάλυψη εξόδων εργαστηριακών εξετάσεων, υπολογιζόμενο ως ποσοστό 1% (κλιμακούμενο) επί των πωλήσεων επιχειρήσεων ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού», διευκρινίζει στην «Κ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εμπόρων Εισαγωγέων, κ. Ιωάννης Κούρνιας. «Το εν λόγω τέλος εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο και αποτελεί φόρο υπέρ τρίτων, οφείλεται όμως η κατάργησή του, επειδή είναι αντιπαραγωγικό και υποθάλπει τον αθέμιτο ανταγωνισμό», υπογραμμίζει ο ίδιος. Οπως μάλιστα ισχυρίζεται, ο ίδιος ο ΕΟΦ (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων) δεν διαθέτει την κατάλληλη υποδομή ώστε να πραγματοποιεί ελέγχους σε οδοντιατρικά υλικά και μηχανήματα. «Καταλογίζει σε μικρές επιχειρήσεις δυσβάσταχτα ποσά, που κυμαίνονται από 30.000 έως 70.000 και η επιβολή μάλιστα δεν γίνεται επί των κερδών, αλλά αναδρομικά περίπου 1% επί των πωλήσεων με ελέγχους που ξεκίνησαν καταιγιστικά το 2013 για όλα τα προηγούμενα έτη». Στο πλαίσιο, όμως, της ελεύθερης αγοράς, ο εν λόγω φόρος θέτει ζήτημα αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς «οι αλλοδαποί εξαγωγείς έχουν τη δυνατότητα να πωλούν απευθείας σε Ελληνες καταναλωτές χωρίς τη μεσολάβηση και το... χαράτσι του ΕΟΦ».
Επιπλέον, προϊόντα που έχουν ήδη νομίμως τεθεί σε κυκλοφορία στην Κοινή Αγορά και φέρουν τη σήμανση «CE», δεν χρήζουν περαιτέρω αδειοδότησης από το εκάστοτε κράτος-μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Μοιραία, αν το τέλος δεν καταργηθεί, όπως έχει συμβεί με άλλους φόρους υπέρ τρίτων, το κόστος του θα «μετακυλισθεί» στον ασθενή. Στο ερώτημα, επομένως, γιατί η φροντίδα των δοντιών μας έχει καταντήσει τόσο ακριβό εγχείρημα η απάντηση δεν είναι τόσο απλή.