Έντονη αντιπαράθεση ξέσπασε ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, μετά την επιστολή - βόμβα της COSCO, στην οποία κατήγγειλε μονομερή ανατροπή της σύμβασης για την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, βάζοντας στο στόχαστρο τον Θοδωρή Δρίτσα.
«Θα απαντήσω θεσμικά, μέσω της προβλεπόμενης κοινοβουλευτικής διαδικασίας», διεμήνυσε ο υπουργός Ναυτιλίας και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο αλλαγών στο επίμαχο νομοσχέδιο.
Στην επιστολή της προς τον πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ, Στέργιο Πιτσιόρλα, η COSCO αναφέρει ότι το κείμενο της σύμβασης που κατατέθηκε στη Βουλή με την μορφή του κατεπείγοντος είναι διαφορετικό από αυτό που υπέγραψε η κινεζική εταιρεία στις 8 Απριλίου.
«Η κυβέρνηση δεν έκανε καμία κίνηση στα μουλωχτά», είπε μεταξύ άλλων ο υπουργός Ναυτιλίας, Θοδωρής Δρίτσας, για τη σύμβαση με την Cosco.
«Μίλησα χθες στην επιτροπή της Βουλής και έδωσα απαντήσεις, νομίζω σαφείς. Φοβάμαι ότι όσα ακούστηκαν ήδη, με τη θεμιτή αιτιολόγηση την οποία αποδέχομαι, ότι υπάρχει πίεση χρόνου, εν τούτοις, καμία από τις τοποθετήσεις δεν έλαβε υπόψη της την απάντηση που έδωσα στην επιτροπή της Βουλής», είπε αρχικά ο κ. Δρίτσας και συνέχισε:
«Η σύμβαση παραχώρησης, το κείμενο της σύμβασης, το οποίο είναι η αλλαγή της ισχύουσας σύμβασης μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και του ΟΛΠ, αυτό το διαφοροποιημένο κείμενο σύμβασης, πράγματι απετέλεσε, όπως καταρτίστηκε τον Δεκέμβριο του 2015 στην τελική του μορφή, απετέλεσε ανηρτημένο κείμενο, επί τη βάση του οποίου έγινε η διαγωνιστική διαδικασία. Άρα, το κείμενο αυτό είναι απολύτως δεσμευτικό».
«Το ίδιο το κείμενο της σύμβασης, προβλέπει ότι όταν θα ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της μεταβίβασης των μετοχών, του ελεγκτικού συνεδρίου, των ενστάσεων, των προσφυγών, του πορίσματος και της έκθεσης από την επιτροπή ανταγωνισμού, όταν αυτά ολοκληρωθούν, λέει η σύμβαση, η κυβέρνηση θα φέρει στο κοινοβούλιο προς έγκριση και ψήφιση τον κυρωτικό νόμο ο οποίος θα συμπεριλάβει και το κείμενο της σύμβαση παραχώρησης. Ο ΟΛΠ αναγνωρίζει και αποδέχεται:
Α. Ότι οι διατάξεις του κυρωτικού νόμου που θα τεθεί σε ισχύ, υπόκεινται σε τεχνική και νομική επεξεργασία και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποστούν σημαντική επεξεργασία πριν παρουσιαστούν στη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα, νομοθετικής διαδικασίας της ελληνικής δημοκρατίας.
Β. αντιστοίχως, το ελληνικό δημόσιο, δεν παρέχει καμία διαβεβαίωση, ότι το σύνολο ή μέρος του σχεδίου του κυρωτικού νόμου, θα τεθεί τελικά σε ισχύ, υπό την ακριβή μορφή που προβλέπεται στο παράρτημα 1.1.Α», διευκρίνισε στη συνέχεια ο κ. Δρίτσας και συμπλήρωσε:
«Πλήρης αρμοδιότητα, συμφωνημένη, εντός της σύμβασης παραχώρησης, ότι αυτό είναι κυριαρχικό δικαίωμα της κυβέρνησης και της Βουλής των Ελλήνων. Εννοείται, όχι με διατάξεις που θα αντίκεινται στην ουσία και στο γράμμα της σύμβασης παραχώρησης. Όταν η κυβέρνηση σε αυτό το τελευταίο διάστημα, ασχολήθηκε με τη διαδικασία της τελικής διαμόρφωσης του κειμένου, στην πραγματικότητα, δεν άλλαξε τίποτα, όμως η γ.γ της κυβέρνησης και οι νομικές υπηρεσίες όπως πάντα συμβαίνει σε όλα τα νομοσχέδια, με κριτήριο, ορθής νομοθέτησης, καλής νομοθέτησης, προέβη σε μία σειρά από αλλαγές οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με παραβίαση συμφωνημένων όρων και κανόνων. Αυτές οι αλλαγές διαβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ, δεν ήρθαν ξαφνικά, δεν έκανε καμία κίνηση η κυβέρνηση στα μουλωχτά. Δεν έγιναν για να αιφνιδιάσουν κανέναν, δεν έγιναν για να αποκρύψουν τίποτα. Δεν θα κρίνω την επιστολή της Cosco γιατί σέβομαι και τις στιγμές και τη συμφωνία μας, αλλά εσείς μπορείτε να την κρίνετε ως κίνηση».
«Θα απαντήσω θεσμικά, μέσω της προβλεπόμενης κοινοβουλευτικής διαδικασίας», διεμήνυσε ο υπουργός Ναυτιλίας και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο αλλαγών στο επίμαχο νομοσχέδιο.
Στην επιστολή της προς τον πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ, Στέργιο Πιτσιόρλα, η COSCO αναφέρει ότι το κείμενο της σύμβασης που κατατέθηκε στη Βουλή με την μορφή του κατεπείγοντος είναι διαφορετικό από αυτό που υπέγραψε η κινεζική εταιρεία στις 8 Απριλίου.
«Η κυβέρνηση δεν έκανε καμία κίνηση στα μουλωχτά», είπε μεταξύ άλλων ο υπουργός Ναυτιλίας, Θοδωρής Δρίτσας, για τη σύμβαση με την Cosco.
«Μίλησα χθες στην επιτροπή της Βουλής και έδωσα απαντήσεις, νομίζω σαφείς. Φοβάμαι ότι όσα ακούστηκαν ήδη, με τη θεμιτή αιτιολόγηση την οποία αποδέχομαι, ότι υπάρχει πίεση χρόνου, εν τούτοις, καμία από τις τοποθετήσεις δεν έλαβε υπόψη της την απάντηση που έδωσα στην επιτροπή της Βουλής», είπε αρχικά ο κ. Δρίτσας και συνέχισε:
«Η σύμβαση παραχώρησης, το κείμενο της σύμβασης, το οποίο είναι η αλλαγή της ισχύουσας σύμβασης μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και του ΟΛΠ, αυτό το διαφοροποιημένο κείμενο σύμβασης, πράγματι απετέλεσε, όπως καταρτίστηκε τον Δεκέμβριο του 2015 στην τελική του μορφή, απετέλεσε ανηρτημένο κείμενο, επί τη βάση του οποίου έγινε η διαγωνιστική διαδικασία. Άρα, το κείμενο αυτό είναι απολύτως δεσμευτικό».
«Το ίδιο το κείμενο της σύμβασης, προβλέπει ότι όταν θα ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της μεταβίβασης των μετοχών, του ελεγκτικού συνεδρίου, των ενστάσεων, των προσφυγών, του πορίσματος και της έκθεσης από την επιτροπή ανταγωνισμού, όταν αυτά ολοκληρωθούν, λέει η σύμβαση, η κυβέρνηση θα φέρει στο κοινοβούλιο προς έγκριση και ψήφιση τον κυρωτικό νόμο ο οποίος θα συμπεριλάβει και το κείμενο της σύμβαση παραχώρησης. Ο ΟΛΠ αναγνωρίζει και αποδέχεται:
Α. Ότι οι διατάξεις του κυρωτικού νόμου που θα τεθεί σε ισχύ, υπόκεινται σε τεχνική και νομική επεξεργασία και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποστούν σημαντική επεξεργασία πριν παρουσιαστούν στη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα, νομοθετικής διαδικασίας της ελληνικής δημοκρατίας.
Β. αντιστοίχως, το ελληνικό δημόσιο, δεν παρέχει καμία διαβεβαίωση, ότι το σύνολο ή μέρος του σχεδίου του κυρωτικού νόμου, θα τεθεί τελικά σε ισχύ, υπό την ακριβή μορφή που προβλέπεται στο παράρτημα 1.1.Α», διευκρίνισε στη συνέχεια ο κ. Δρίτσας και συμπλήρωσε:
«Πλήρης αρμοδιότητα, συμφωνημένη, εντός της σύμβασης παραχώρησης, ότι αυτό είναι κυριαρχικό δικαίωμα της κυβέρνησης και της Βουλής των Ελλήνων. Εννοείται, όχι με διατάξεις που θα αντίκεινται στην ουσία και στο γράμμα της σύμβασης παραχώρησης. Όταν η κυβέρνηση σε αυτό το τελευταίο διάστημα, ασχολήθηκε με τη διαδικασία της τελικής διαμόρφωσης του κειμένου, στην πραγματικότητα, δεν άλλαξε τίποτα, όμως η γ.γ της κυβέρνησης και οι νομικές υπηρεσίες όπως πάντα συμβαίνει σε όλα τα νομοσχέδια, με κριτήριο, ορθής νομοθέτησης, καλής νομοθέτησης, προέβη σε μία σειρά από αλλαγές οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με παραβίαση συμφωνημένων όρων και κανόνων. Αυτές οι αλλαγές διαβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ, δεν ήρθαν ξαφνικά, δεν έκανε καμία κίνηση η κυβέρνηση στα μουλωχτά. Δεν έγιναν για να αιφνιδιάσουν κανέναν, δεν έγιναν για να αποκρύψουν τίποτα. Δεν θα κρίνω την επιστολή της Cosco γιατί σέβομαι και τις στιγμές και τη συμφωνία μας, αλλά εσείς μπορείτε να την κρίνετε ως κίνηση».