Το συμπέρασμά των ερευνητών - σε συνδυασμό και με την ανάλυση των σεισμικών δεδομένων - είναι ότι «η πιθανότητα νέων σεισμών, υποθαλάσσιας ηφαιστειακής έκρηξης (από το ηφαίστειο Κολούμπος) και συνοδών παλιρροϊκών κυμάτων στην περιοχή Σαντορίνης-Αμοργού είναι σημαντική».
Ο υποθαλάσσιος χώρος ανάμεσα στην Αμοργό και στη Σαντορίνη αποτελεί έναν από τους ενεργότερους χώρους στο Αιγαίο Πέλαγος, όπου κυριαρχούν η ηφαιστειότητα (το υποθαλάσσιο ηφαίστειο του Κολούμπου) και τα ενεργά ρήγματα που προκαλούν καταστροφικούς σεισμούς.
Το 1956 σημειώθηκε ένας από τους μεγαλύτερους σεισμούς του 20ού αιώνα, που ισοπέδωσε σχεδόν τη Σαντορίνη και προκάλεσε παλιρροϊκό κύμα ύψους έως 20 μέτρων, ενώ σκοτώθηκαν 53 άτομα. Το επίκεντρο του σεισμού, αλλά και τα αίτιά που προκάλεσαν το παλιρροϊκό κύμα, συνεχίζουν να απασχολούν πολλούς ξένους και Έλληνες επιστήμονες.
Στο πλαίσιο του διεθνούς πειράματος PROTEUS (Plumbing Reservoirs Of The Earth Under Santorini), που πραγματοποίησαν Έλληνες, Αμερικανοί και Βρετανοί επιστήμονες, με χρηματοδότηση από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) των ΗΠΑ, για πρώτη φορά μελετήθηκε εντατικά ο υποθαλάσσιος χώρος Αμοργού-Σαντορίνης. Τα νέα στοιχεία προήλθαν από υποθαλάσσιες βαθυμετρικές και σεισμικές έρευνες υψηλής τεχνολογίας που έκανε κατά την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2015 το αμερικανικό ερευνητικό σκάφος «Marcus Langseth» στο βυθό της Σαντορίνης, καθώς επίσης προς τα δυτικά και τα ανατολικά του νησιού.
Από ελληνικής πλευράς, στον ωκεανογραφικό πλου συμμετείχαν η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Παρασκευή Νομικού, καθώς επίσης και οι ερευνήτριες Μαρία-Ελένη Χριστοπούλου και Δανάη Λαμπρίδου του ΕΚΠΑ. Η επικεφαλής της έρευνας ήταν η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Όρεγκον των ΗΠΑ, Έμιλι Χουφτ, ενώ στη χερσαία έρευνα συμμετείχαν επιστήμονες από το Imperial College του Λονδίνου και από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Οι νέοι βαθυμετρικοί χάρτες υψηλής ανάλυσης αντανακλούν την τεκτονική και ηφαιστειακή δραστηριότητα της περιοχής, καθώς και τις κατολισθήσεις που ήδη υπάρχουν. Την παρουσίαση των νέων βαθυμετρικών και τεκτονικών δεδομένων έκανε η κ. Νομικού στην πρώτη ημερίδα τεκτονικής γεωλογίας της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών την προηγούμενη εβδομάδα. Σχετικά επιστημονικά άρθρα έχουν επίσης υποβληθεί προς δημοσίευση στα διεθνή περιοδικά γεωεπιστημών «Tectonophysics» και «Earth and Planetary Science Letters», που δείχνουν με ακρίβεια το ρήγμα που προκάλεσε το σεισμό, καθώς και πόσο μετατοπίστηκε ακριβώς ο πυθμένας.
Ενημέρωση, όχι άγνοια
«Η μελέτη των ενεργών δομών στην περιοχή του υποθαλάσσιου χώρου της Αμοργού έχει για εμάς ύψιστη σημασία, προκειμένου να εντοπιστεί με ακρίβεια το σεισμικό ρήγμα που προκάλεσε το σεισμό του 1956, έτσι ώστε να ενημερώσουμε σωστά τους κατοίκους των γύρω νησιών, όπως συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου με παρόμοια έντονη σεισμικότητα. Μελετάμε την περιοχή, ώστε να έχουμε νέα στοιχεία για τον σεισμό, καθώς η σωστή ενημέρωση φέρνει πάντα καλύτερα αποτελέσματα από την άγνοια», δήλωσε η κ. Νομικού στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όπως ανέφερε, «στόχος του σεισμικού πειράματος PROTEUS ήταν η χαρτογράφηση του μαγματικού θαλάμου του ηφαιστειακού συγκροτήματος της Σαντορίνης και του Κολούμπου, με τη χρήση χερσαίων και υποθαλάσσιων σεισμογράφων. Επιπλέον, η λεπτομερής ανάλυση των βαθυμετρικών δεδομένων που συλλέχθηκαν, αποκάλυψε τα ενεργά ρήγματα που κυριαρχούν νότια της Αμοργού, ενώ χαρτογραφήθηκαν επίσης και δύο κύριες κατολισθήσεις».
Σύμφωνα με την ίδια, «η τεκτονική ερμηνεία της μορφολογίας του υποθαλάσσιου αναγλύφου συμφωνεί απόλυτα με τα πρώτα αποτελέσματα της σεισμικής τομογραφίας, αλλά και με την ανάλυση των σεισμικών τομών που έχουν συλλεχθεί από προηγούμενη αποστολή. Οι νέοι βαθυμετρικοί χάρτες, μεταξύ άλλων, αποκαλύπτουν για πρώτη φορά με τόση λεπτομέρεια το μεγάλο σύστημα ρηγμάτων ανάμεσα στη Σαντορίνη και στην Αμοργό και των σχετικών υποθαλάσσιων κατολισθήσεων, που πιθανώς προέκυψαν από τον καταστροφικό σεισμό του 1956».
Η κ. Νομικού επεσήμανε ότι «η ενεργή ηφαιστειακή δραστηριότητα στα ανατολικά της Σαντορίνης εντοπίζεται μόνο στο υποθαλάσσιο ηφαίστειο του Κολούμπου, οριοθετημένο μέσα στη λεκάνη της Ανύδρου, το οποίο δεν συνδέεται με τα ρήγματα της λεκάνης της Αμοργού και δεν ενεργοποιήθηκε κατά το σεισμό του 1956».
Εξάλλου, στη λεκάνη των Χριστιανών ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά ένα υποθαλάσσιο όρος που ονομάσθηκε Proteus (Πρωτέας), ύψους 300 μέτρων, καθώς και ένας κοντινός ηφαιστειακός δόμος καλυμμένος με ιζήματα. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι πιθανώς πρόκειται για παλαιότερες ηφαιστειακές δομές που σχηματίστηκαν κατά μήκος του ελληνικού ηφαιστειακού τόξου μεταξύ Σαντορίνης και Μήλου.
Γύρω από το νησί της Σαντορίνης, διαπιστώθηκε επίσης ότι η μορφολογία του υποθαλάσσιου πυθμένα έχει διαμορφωθεί από πολλαπλές ηφαιστειακές κατολισθήσεις αλλά και την απόθεση πυροκλαστικών ροών σε μορφή υποθαλάσσιων αναβαθμίδων, από την καταστροφική έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης πριν από περίπου 3.600 χρόνια.
Το μάγμα
Εξάλλου, χρησιμοποιώντας ένα δίκτυο ελληνικών και γερμανικών επίγειων σεισμογράφων, κυρίως όμως τα στοιχεία από τις έρευνες υψηλής τεχνολογίας που έκανε πέρυσι στο βυθό της Σαντορίνης το αμερικανικό ερευνητικό σκάφος «Marcus Langseth», για πρώτη φορά επιχειρήθηκε η τρισδιάστατη σεισμική απεικόνιση του μαγματικού θαλάμου του ημιβυθισμένου ηφαιστείου, έτσι ώστε να προσδιορισθεί ο όγκος, η γεωμετρία και οι μετακινήσεις του.
Οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές, προκειμένου να εκτιμηθεί ο μελλοντικός κίνδυνος έκρηξης του ηφαιστείου. Μέχρι σήμερα είχαν γίνει ελάχιστες μελέτες σεισμικής απεικόνισης στη Σαντορίνη και καμία για το θάλαμο του μάγματος κάτω από το ηφαίστειο. Η σεισμική απεικόνιση έφθασε σε βάθος έως δέκα χιλιομέτρων κάτω από αυτό.
Η έρευνα διευκολύνθηκε, επειδή ο φλοιός κάτω από το βυθό της Σαντορίνη είναι σχετικά λεπτός, πράγμα που καθιστά πιο εύκολη τη σεισμική έρευνα του μαγματικού συστήματος κάτω από το ηφαίστειο.
Τα πρώτα αποτελέσματα του PROTEUS πρόκειται να ανακοινώσουν αύριο οι επιστήμονες στο διεθνές συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης (AGU) στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ αναμένονται στο μέλλον αναλυτικότερα στοιχεία σε σχέση με το μάγμα κάτω από το ηφαίστειο.