Από το μινάρας μέχρι το κουρκουσάλι και το κάλιασε…
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ:
• Μινάρας = μαλάκας
• Δώμου = Δώσε μου
• Μπίζα = Αρακάς
• Μάπα = Λάχανο
• Χοντρομπίγουλη = φιδές
• Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)
• μαντορίνια = μανταρίνια
• Αραποσίτι = Καλαμπόκι
• Γορδόνια = κορδόνια
• Κουρκουσάλι = χαλάζι
• Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)
• Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια
• Στάει = Στάζει (χύνεται)
• Πορτόνι = Αυλόπορτα
• Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα
• Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο
• Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο
• Μερελό = τρελό
• Μπανταβό = χαζό
• Τσερλιό = διάρροια
• κάλιασε = έτυχε
• σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο
κοκότα = καρούμπαλο
• ψιλικά = μυρωδικά
• Λιανά = ψιλά (χρήματα)
• πέσε = πες
• χάμω = κάτω
• ντωτό = χαλαρό
• μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος
• καμιανού = κανενός
• πιλαλάω = τρέχω
• ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα
• καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη
• έγκωσα = χόρτασα
• σκούρα = παντζούρια
• έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι
• κουντράω = τρακάρω χτυπάω
• πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα
• έκιωσα = τελείωσα
• έντωσα = τέντωσα έδεσα
• τσούπα = κοπέλα
• ταγιαντριός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!


Κι ακόμα:

Τσιμπίπo = σταφύλι

Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)

Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα

Ήσαντε= ήταν

Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι

Λιακωτό = ταράτσα

Γούβα = Λακκούβα

Αφερεμένο = χαζό

Πίστρωσε με = σκέπασε με

Κούτσαβλος = κουτσός

Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)

Σακαφλιόρα = άσχημη,ξερακιανή γυναίκα

Σκαμπίλια = σφαλιάρες

κοκκινογούλια = ραπανάκια

ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)

σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)

Τίρα =κοιτα
σκουτί=πανι παλιο

μπούζι = κρύος, παγωμένος

μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος

Λούμπα=Λακούβα με νερό

Αλιάδα = η σκορδαλιά

Αχινέος = ο αχινός

Χάβαρο = η αχιβάδα

Πλανιδού = η γυναίκα πού μαζεύει τα πλανίδια

Μιναροκεφτές = παράγωγο απο το μινάρας

Μαλακαντρέας = συνοδευτικό τού Ανδρέα

Μπαγιόκο = τα αρκετά χρήματα

Φοντάνα = ο δημόσιος κρουνός

Αρούκατος=αδέξιος…

Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,

Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι

Ρέλλο = στρίφωμα

Τουτουμάκια: χυλοπίτες

Πόμολο= χερούλι πόρτας ή παραθύρου

Νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου

Κάμαρα= δωμάτιο

Κλειδωνιά= κλειδαριά

Χεράμι= μάλλινο σκέπασμα

Αλυσίβα=ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων

Παδέλα=πήλινη χύτρα

Μπούλα=μασκαράς

Λέγγα=παιχνίδι στις αλάνες

Αντε= φύγε

Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες

Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος

Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού

Σύρε = πήγαινε

Μαούνα – φορτηγίδα

Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια

Τσιμπίμπο – λευκή σταφίδα

Μακεδονήσι = μαϊντανός

Καρναμπίκι = μπρόκολο

Μπίγουλι = φιδές

Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας

Φουσκές = χαστούκια

Ήμουνα = ήμουν

Φούσκα = μπαλόνι

Χαζοβιόλα = αφηρημένη

Χαμούρα = ξεπεσμένη

Ψηλαλώνια = Υψηλά Αλώνια

Χούφταλο = ηλικιωμένος

Τενεκές = άχρηστος

Μετζάστρα= μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)

Τη βρήκα = πέρασα καλά
μποναγράτσια= κουρτινόξυλο
κεψές= τρυπητή κουτάλα
ντένομαι= ντύνομαι
έδωκα= έδωσα
φιόρα= λουλούδια
σίγλος= κουβάς
απίστομήθηκα= έπεσα κάτω
απίστομα= ανάσκελα
σέσκλα= σέσκουλα
μπλουγούρι= πλιγούρι
ανάκαρα= αντοχή
σαβουρώνω= τρώω ακατάσχετα
λουμίνια=φυτιλάκια

μιναριστός=φραπέ

ποκάμισο=πουκάμισο

θα κάνει καιρός=θα κάνει κακό καιρό

καψερός=καημένος

«κάποιος πάει για χ__μο»=όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)
«γεια σου κι αλήθεια λέω»=στο φτέρνισμα
κατσούλα=κουκούλα
κατουρίστηκα = κατούρησα
η κάδη = ο κάδος
μεσάλα = τραπεζομάντηλο
νευριάστηκα = νευρίασα
Σκοτισαρχίδης= πολύ ενοχλητικός
Σκιάχτηκα= φοβήθηκα
Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα

Κοτέτσενα = αυτή πού ασχολείται με κότες

Μπαρπουτσέλι = το μικρό μπαρμπούνι
Σαρδελί = το σαρδελάκι
Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών
μακεδονιση=μαιντανοσ
κοκοροβι=χοντρο χαλαζι
πραματα-ζα=τα προβατα
Μέσκουλα-Μεσκουλιά=Μούσμουλο(
φρούτο)-Μουσμουλιά(δέντρο)
Κρεμανταλάς = ο ψηλός ανδρας

Αντούβιανος = ο βλάκας

Μακρασκέλα = η γυναίκα με μεγάλα πόδια

Κουσκουρού = η κουτσομπόλα

Λίγδα = η μαύρη αλανιάρα τσιπούρα
Λιγδοπούλα = η μικρή λίγδα
Μιξινάρι = το κεφαλόπουλο
Μανιαούρι = το προσφυγόπουλο
Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών
λαχανοπιτα=χορτοπιτα
μακαροτσινια=κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)
μαλακιασμενο=μαλακισμενο
μπατζουρια-εξωφυλλα ή τ αντιστροφο
νιτερέσσα=δωσοληψία
στιλιάρι,τζέρο=ξεροκεφαλος
κοτσονούρης=διάολος
σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου=σε εχει βαλει ο διαολος
κατσιμπουχέρι=μπάστακας
μολιντίρι=μικρή σαύρα


κεσάτια = αναδουλιές

κολοσούρτης = τραίνο

μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος

παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο

παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο

σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού

σκουτέλι = κεσές γιαούρτι

συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.

χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος

χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)




και ακόμη:
απίδι = αχλάδι
(ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι
σούφρα = πισινός
σουφρώνω = κλέβω
κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο
φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)
υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό
μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)
μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια – γόνος (γαβράκια – μαριδούλα…)
μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)
http://salos.gr/
 
Top