1939 - Όμιλος Κρητών Πειραιώς στέκεται μπροστά από το Καφενείο "Η Κρήτη" του Εμμανουήλ Ρουσσάκη, με έτος ίδρυσης το 1904 |
"Λέγεται πως οι Κρήτες του Πειραιά, προτίμησαν να εγκατασταθούν στο λόφο του Προφήτη Ηλία, ώστε από το ύψος του να αγναντεύουν τον ορίζοντα της θάλασσας, προς το αγαπημένο τους νησί."
του Στέφανου Μίλεση
Με την ευκαιρία της παρουσίας του βιβλίου το βιβλίο του φίλου και μέλους της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, του Αιμίλιου Γάσπαρη, που αναφέρεται στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου Κρήτης, άδραξα την ευκαιρία να πω και εγώ δύο λόγια τόσο για την ιδιαίτερη σχέση, τον ιδιαίτερο σύνδεσμο που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του Πειραιά και της Κρήτης.
Εμείς στον Πειραιά βέβαια, γνωρίζουμε αρκετά για τους κρητικούς και το όμορφο, αφού στην πόλη μας δημιουργήθηκε η ονομαστή συνοικία των Κρητικών, στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Τα παλαιότερα χρόνια, όποιος επισκέπτης επέλεγε να ανέβει από οποιαδήποτε δρόμο στον γραφικό λόφο των Κρητικών, ήταν σα να βρισκόταν σε μια μικρογραφία Κρητικής γειτονιάς.
Οι Κρήτες του Πειραιά έφταναν προπολεμικά τους 25 χιλιάδες ενώ η συνοικία των Κρητικών αριθμούσε τους 13 χιλιάδες. Η συμβολή τους δε στην ανάπτυξη του Πειραιά υπήρξε καταλυτική. Όσο για την ίδια τη συνοικία τους, ήδη από τα πρώτα μέτρα της ανηφοριάς της, το χρώμα άλλαζε, καθώς πλήθος από μικρές κρητικές ταβέρνες προσέφεραν μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, άφθονες εικόνες και γεύσεις του τόπου καταγωγής. Οι Κρήτες του Πειραιά γλεντούσαν και χόρευαν κατά την κρητική συνήθεια. Στα κρητικά μπορούσες να γευθείς το κρητικό κρασί των ανωγείων και του Κισσάμου. Κρητικούς συναντούσες σε όλους τους κλάδους των επαγγελματιών Πειραιώς είτε αναφερόσουν σε εμπορικά, εργοστάσια, ή δικηγορικά γραφεία.
Για να μάθουμε το πώς τόσοι πολλοί Κρήτες βρέθηκαν στον Πειραιά, θα χρειαστεί να ανατρέξουμε την εποχή που ο ηρωικός κρητικός λαός αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του. Με τις επαναστάσεις του 1866, 1878, 1889, 1895 και 1897 καραβάνια προσφύγων Κρητών κατέφευγαν στον Πειραιά. Λέγεται πως προτίμησαν να εγκατασταθούν στο λόφο του Προφήτη Ηλία, ώστε από το ύψος του να αγναντεύουν τον ορίζοντα της θάλασσας προς το αγαπημένο τους νησί. Ο Πειραιάς δεν άργησε να γίνει για τους Κρητικούς μια δεύτερη πατρίδα. Και πριν από την επανάσταση του 1866 ο Πειραιάς είχε κρητικούς οι οποίοι όμως δεν ξεπερνούσαν τους επτά χιλιάδες.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο ο χαλασμός εξαπλωνόταν και τόσο τα καραβάνια προσφύγων που αποτελούνταν μόνο από γυναίκες και παιδιά καθώς οι άνδρες έμεναν να πολεμήσουν, κατέφθαναν στην πειραϊκή γη. Κι όλοι αυτοί οι πρόσφυγες κατέφθαναν σε μια πόλη τον Πειραιά που δεν ήταν καν κωμόπολη. Και ο Δήμος Πειραιά βοηθούσε να γλυκάνει την δυστυχία, καθώς εκείνες τις δύσκολες ώρες είχε για Δήμαρχο τον Λουκά Ράλλη, που ο ίδιος προσωπικά γνώριζε πολλά από τις σφαγές της Χίου. Ίσως γι αυτό ήταν γενναίος στην φιλανθρωπία, δίνοντας τεράστια ποσά από την τσέπη του! Αλλά και κάθε Πειραιώτης έψαχνε να βρει τρόπους, να μην μείνει πίσω στην προσφορά. Αλλά και για όσο καιρό διαρκούσε το κρητικό ντουφέκι να αντιλαλεί στα οροπέδια, τόσο καιρό και οι Πειραιώτες βρίσκονταν σε μια διαρκή κατάσταση επιστράτευσης, καθώς και πολλοί Πειραιώτες μεταξύ άλλων ήταν αυτοί που επάνδρωναν τα πληρώματα των πλοίων, που έστελνε η ελεύθερη Ελλάδα, με εθελοντές, φορτωμένα με εφόδια, τρόφιμα και πυρομαχικά, στην επαναστατημένη Κρήτη.
Και κατόρθωναν αυτοί, με μικρά και αδύνατα σκάφη, να σπάζουν τους αποκλεισμούς, από τον πανίσχυρο τότε Τουρκικό στόλο του Σουλτάν Αζίζ, να ξεφορτώνουν χωρίς τα σημερινά μέσα, τόνους ολόκληρους σε έρημες ακτές κι ύστερα με τον ίδιο ή μεγαλύτερο κίνδυνο να επιστρέψουν πίσω στον Πειραιά ή στην Σύρα. Και με πρώτο από όλα το μικρό βαποράκι το "Πανελλήνιο" που εκτελούσε τέτοιες αποστολές! Και πίσω του τα "Ύδρα", το "Αρκάδι", το "Κρήτη" και το "Ένωσις". Κι όσο και εάν τα κατεδίωξαν βαριά πολεμικά σκάφη και καταδρομικά με ανώτερη ταχύτητα, τα ατρόμητα αυτά μικρά βαποράκια, πάντα κατάφερναν να ξεφύγουν καθώς τρύπωναν σε άγρια βράχια και τραχιές ακτές μέσα σε άγριες τρικυμίες αδιαφορώντας για την καταστροφή. Και αφού ξεφόρτωναν χιλιάδες δέματα, σακιά, άλευρα, όπλα, κασέλες με πυρομαχικά, αποβίβαζαν σώματα εθελοντών και έπειτα έπαιρναν όσους περίμεναν στις ακτές, γυναικόπαιδα και τραυματίες και τους έφερναν στον Πειραιά.
Ελληνικός Στρατός επιβιβάζεται στα πλοία με προορισμό την Κρήτη (1897) |
Οι Κρήτες όμως όπως είπαμε κατέφτασαν στον Πειραιά, έστω και σε μικρότερους αριθμούς, πολλά χρόνια πριν από τις Κρητικές επαναστάσεις. Κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι πως και ο πρώτος επίσημα δημότης Πειραιώς ήταν Κρητικός. Αναφέρομαι στους πρώτους οικιστές του Πειραιά που από το 1835 έρχονταν από όλα τα νησιωτικά κυρίως μέρη της Ελλάδας, διαβλέποντας τη μελλοντική ανάπτυξη της πόλης. Μεταξύ των πρώτων που κατέφθασαν ήταν και ο Ιωάννης Αντωνιάδης από την Κρήτη. Ο πρώτος του γιος ο Αντώνιος Αντωνιάδης ο κατοπινός συγγραφέας, ποιητής και Γυμνασιάρχης Πειραιώς, είναι ο πρώτος που γεννήθηκε στη νέα πόλη του Πειραιά στις 6 Ιανουαρίου του 1836. Ήταν ο πρώτος που έφερε στα επίσημα έγγραφα της πόλης την ένδειξη"Γεννήθηκε στον Πειραιά....".
Ρεθεμνιώτικος Συρτός από τους "Δροσουλίτες" στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιώς, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Αιμίλιου Γάσπαρη "Ατσιτσόπουλο: Τόπος και άνθρωποι". |
Στον Πειραιά λοιπόν, έζησαν και μεγαλούργησαν πολλοί Κρήτες από όλες τις περιοχές της μεγαλονήσου ακόμη και από το Ατσιπόπουλο όπως με πληροφόρησε ο Νικόλαος Σαμψών, Αντιστράτηγος ε.α.
Αναφέρομαι στον Ροδινό Ιωάννη ο οποίος γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1872. Ο Ιωάννης Ροδινός μαζί με τον Ιωάννη Βοργιά ίδρυσαν στον Πειραιά μεγάλο εργοστάσιο σιδηροβιομηχανίας, μηχανοποιίας μέχρι και ναυπηγείο. Κι αυτός νέος ακόμα στην ηλικία, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά αναζητώντας το μέλλον του σε μια ελεύθερη Ελλάδα. Το μηχανουργείο - ναυπηγείο των Ροδινού – Βοργιά έφτασε να γίνει τόσο γνωστό, ώστε να προσφέρει εργασίες στον αγγλικό στόλο της Μεσογείου. Ο Ροδινός δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του, το Ατσιπόπουλο το οποίο κατά καιρούς τιμούσε δια δωρεών και έργων.
Αναφέρομαι στον Ροδινό Ιωάννη ο οποίος γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1872. Ο Ιωάννης Ροδινός μαζί με τον Ιωάννη Βοργιά ίδρυσαν στον Πειραιά μεγάλο εργοστάσιο σιδηροβιομηχανίας, μηχανοποιίας μέχρι και ναυπηγείο. Κι αυτός νέος ακόμα στην ηλικία, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά αναζητώντας το μέλλον του σε μια ελεύθερη Ελλάδα. Το μηχανουργείο - ναυπηγείο των Ροδινού – Βοργιά έφτασε να γίνει τόσο γνωστό, ώστε να προσφέρει εργασίες στον αγγλικό στόλο της Μεσογείου. Ο Ροδινός δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του, το Ατσιπόπουλο το οποίο κατά καιρούς τιμούσε δια δωρεών και έργων.
Όταν πέθανε η πειραϊκή εφημερίδα «Σημαία» έγραφε στις 1 Οκτωβρίου του 1925. «Ο Ροδινός υπήρξε άνδρας του καθήκοντος και ωραίων έργων, υπήρξε γόνος του Ατσιπόπουλου και διακεκριμένος πολίτης του Πειραιά, ανεδείχθη και ο μεγαλύτερος πολίτης του Ατσιπόπουλου και αντάξιος της ευγνωμοσύνης της ηρωικής αυτής κωμόπολης της Κρήτης». Το άγγελμα του θανάτου του Ιωάννη Ροδινού έριξε σε θλίψη όλη την πειραϊκή κοινωνία ενώ η κηδεία του έλαβε χώρα στο ναό της Αγίας Τριάδος παρουσία όλων των βιομηχάνων του Πειραιά που τότε αποτελούσαν τη μεγαλύτερη βιομηχανική τάξη σε όλη την Ελλάδα.
Αλλά και ο νεότερος αδελφός του Ιωάννη Ροδινού, ο Ματθαίος Ροδινός, επίσης διακρίθηκε στον Πειραιά. Ο Ματθαίος, γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1875 και έφτασε στον Πειραιά ύστερα από πρόσκληση του μεγαλύτερου αδελφού του. Πολύ γρήγορα απέκτησε εργοστάσιο καπνοβιομηχανίας παράγοντας τσιγάρα πολυτελείας με την επωνυμία «Φως». Και ο Ματθαίος Ροδινός ζούσε διαρκώς με την ανάμνηση του Ατσιπόπουλου. Προσέφερε δώρα διαρκώς προς τον Ιερό Ναό της Πανσέπτου Θεοτόκου στο Ατσιπόπουλο και ανέλαβε την ανακαίνιση του ναού.
Επιστολή προς τους αδελφούς Ιωάννη και Ματθαίο Ροδινό στον Πειραιά του 1925 |
Μακρά παράδοση λοιπόν διέπει τις σχέσεις Κρήτη, Ατσιπόπουλο, Πειραιάς. Μια παράδοση όμως που για να διατηρηθεί ζωντανή απαιτεί την κατάθεση ψυχής, και αυτό έπραξε ο Αιμίλιος Γάσπαρης στο βιβλίο του για το Ατσιπόπουλο. Σπουδαία αλλά πολύ δύσκολη η αποστολή καταγραφής και διατήρησης της μνήμης της τοπικής ιστορίας. Διότι η τοπική ιστορία αποτελεί τομέα πολλάκις πολυπλοκότερο από την παράθεση απλών ιστορικών γεγονότων. Εάν ο ιστορικός πρέπει να καταβάλλει μια προσπάθεια, ο λαογράφος δέκα. Διότι ο όρος λαογραφία φαίνεται παραπλανητικά προσιτός.
Πόσοι από εμάς εάν ερωτηθούμε για το τι είναι λαογραφία, δεν θα απαντούσαμε χωρίς πολύ σκέψη ότι λαογραφία είναι η καταγραφή των ηθών και των εθίμων ενός τόπου. Αυτά τα δύο στοιχεία, τα ήθη και τα έθιμα, δίνουν την εντύπωση μια φαινομενικά εύκολης εργασίας. Μόνο εκείνος που έχει αποπειραθεί να τα καταγράψει αναλυτικά, καταλαβαίνει το δύσκολο του εγχειρήματος. Και το βιβλίο του Αιμίλιου Γάσπαρη, επιτυχώς ολοκληρώνει αυτό τον άθλο. Είναι αρκετό να αναφερθούν λίγα μόνο στοιχεία για να αποδειχθεί ότι περί πραγματικού άθλου πρόκειται. Αναλύοντας τα ήθη και τα έθιμα θα πρέπει να καταγραφούν ο τρόπος δόμησης της κατοικίας, τα έπιπλα και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν, το πλήθος των ενδυμάτων που έφεραν αναλόγου της εποχής και της περίστασης, η υπόδηση ο καλλωπισμός, οι διατροφικές συνήθειες, οι μέθοδοι καλλιέργειας γης, η αμπελουργία, η ελαιοκομία ή η τυροκομία, οι γεωργικές εργασίες, τα γεωργικά εργαλεία, η υδροδότηση, τα είδη καλλιέργειας, οι ποικιλίες του φυτικού κόσμου, ο ποιμενικός βίος, το κυνήγι, οι άλλες ασχολίες, η βιοτεχνία, η υφαντική τέχνη, η κεραμική τέχνη, η καθημερινότητα, αυτό που αποκαλούμε κοινωνικός βίος που περιλαμβάνει τη γέννηση, τα παιδικά χρόνια με τα παιχνίδια που συνοδεύουν την ευαίσθητη ηλικία του ανθρώπου, ο γάμος, οι γαμήλιες τελετές, η κοινωνική οργάνωση, η εκπαίδευση, η διασκέδαση, η δημώδης ποίηση και τα τραγούδια, η μουσική, οι μαντινάδες, οι παροιμίες, τα αινίγματα, τα ανέκδοτα, οι διηγήσεις, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, ο τοπικός γλωσσικός πλούτος όπως τα παρωνύμια, τα τοπωνύμια και τόσα άλλα. Ναι είναι απίστευτος ο αριθμός των στοιχείων που περιλαμβάνουν μια λαογραφική μελέτη και το βιβλίο του Αιμίλιου Γάσπαρη το κάνει επιτυχώς.
Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν αποτελεί μόνο μια πηγή πλούτου για το Ατσιπόπουλο, αλλά αποτελεί συνάμα οδηγό για κάθε ερευνητή που θα αποπειραθεί στο εξής να καταγράψει τον δικό του τόπο με τους ανθρώπους του. Ο Αιμίλιος Γάσπαρης έθεσε τον πήχη της καταγραφής της τοπικής ιστορίας πολύ υψηλά. Συγχαρητήρια στον συγγραφέα.