Ως γνωστόν για να μπορέσει η Ελλάδα να πάρει μία ανάσα που θα της δώσει τα απαιτούμενα όπλα για να επιτύχει στον στόχο της ανάπτυξης θα πρέπει πρώτα να ενταχθεί στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, πράγμα που ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poors δεν προβλέπει σε πρόσφατη μελέτη του.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή, στην μελέτη του ο οίκος αξιολόγησης έκρινε ότι παραμένει η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση «B-» για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, ενώ το outlook παρέμεινε «σταθερό». Παράλληλα, επιβεβαίωσε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση «Β» σε ξένο και σε τοπικό νόμισμα.
Στην έκθεσή του, ο οίκος εξηγεί ότι η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίνεται – αν και με καθυστερήσεις – στους επίσημους όρους που υπαγορεύει το «πακέτο» δημοσιονομικής προσαρμογής των 86 δισ. ευρώ. Η S&P αναμένει ότι οι δόσεις του προγράμματος θα καλύψουν τις ανάγκες εξυπηρέτησης χρέους, συμπεριλαμβανομένης της λήξης χρέους περίπου 2 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2017 και θα μειώσουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη της κυβέρνησης προς την υπόλοιπη οικονομία.
Παράλληλα, ο οίκος αναφέρεται και στις σχέσεις των ελληνικών Αρχών με τους επίσημους πιστωτές της χώρας (και ειδικότερα το ΔΝΤ) που όπως παρατηρεί, «συνεχίζουν να δοκιμάζονται». Όσον αφορά, συγκεκριμένα, στο θέμα συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, η S&P σχολιάζει πως ο ρόλος του δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη.
Κάτι που ισχύει και για την περίπτωση της ένταξης στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ, παρά το γεγονός πως η δυνατότητα συμμετοχής στο QE παραμένει ένα ισχυρό κίνητρο, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους πιστωτές της και το ΔΝΤ.
Στο σημείο αυτό, να σημειωθεί πως ο οίκος θεωρεί απίθανη τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχειών της ΕΚΤ, μέχρι να ολοκληρωθεί η β” αξιολόγηση, στην οποία παρατηρούνται καθυστερήσεις, αλλά και προτού εφαρμοστούν κάποια από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Για την ακρίβεια, η S&P δεν αναμένει ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE φέτος. Πάντως, όπως αναφέρει, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης θα μπορούσε να βοηθήσει στην οικονομική ανάκαμψη και στη διαδικασία επιστροφής των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, αναμένει σταδιακή άρση των capital controls.
Όσον αφορά στην οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια του 2017 και του 2020, αναμένεται να στηριχθεί στον Τουρισμό και στη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, όσον αφορά στις επενδύσεις, οι προοπτικές παραμένουν περιορισμένες, δεδομένων των προκλήσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες. Ο τραπεζικός τομέας θα παραμείνει προβληματικός, όπως εκτιμά, ενώ αναμένει πως η επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες θα γίνει με αρκετά αργούς ρυθμούς.
Συγκεκριμένα, στην περίοδο 2017-2020, η S&P εκτιμά πως η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί, κατά μέσο όρο, στο 3%, πρόβλεψη που βασίζεται σε μια σταδιακή ενίσχυση της αγοράς εργασίας, βελτίωση της ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα και χαλάρωση των capital controls. Άλλωστε, όπως τονίζεται, όλοι αυτοί οι παράγοντες θα τόνωναν την καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη, ενώ ξένα κεφάλαια θα προσέλκυε και η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο οίκος, παρά τις προβλέψεις του για σχετικά ισχυρή πραγματική ανάπτυξη, διατηρεί την εκτίμησή του ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα είναι 15% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2008. Ειδικότερα, οι επενδύσεις θα ανέρχονται κάτω από το 10% του ΑΕΠ το 2017, σε σχέση με το 25% πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Παρά τις καθυστερήσεις στη β’ αξιολόγηση και τις κατά καιρούς εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών, ο οίκος αναμένει συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος. Όπως εκτιμά, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα αυξηθεί στη διάρκεια του 2018, θέτοντας τη σχέση του χρέους προς το ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά. Ακόμη και τότε, όμως, το χρέος θα ανέρχεται στο 168% του ΑΕΠ.
Κλείνοντας, η S&P κάνει λόγο για «περιορισμένη επιτυχία» στις προσπάθειες της κυβέρνησης για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Μάλιστα, όπως τονίζει, οι κίνδυνοι για τις εκταμιεύσεις παραμένουν, αναφέροντας ως παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση του Αλέξη Τσίπρα για το χριστουγεννιάτικο «δώρο» στους συνταξιούχους που οδήγησε στο «πάγωμα» των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, από μέρους των πιστωτών.
rizopoulospost.com
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή, στην μελέτη του ο οίκος αξιολόγησης έκρινε ότι παραμένει η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση «B-» για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, ενώ το outlook παρέμεινε «σταθερό». Παράλληλα, επιβεβαίωσε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση «Β» σε ξένο και σε τοπικό νόμισμα.
Στην έκθεσή του, ο οίκος εξηγεί ότι η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίνεται – αν και με καθυστερήσεις – στους επίσημους όρους που υπαγορεύει το «πακέτο» δημοσιονομικής προσαρμογής των 86 δισ. ευρώ. Η S&P αναμένει ότι οι δόσεις του προγράμματος θα καλύψουν τις ανάγκες εξυπηρέτησης χρέους, συμπεριλαμβανομένης της λήξης χρέους περίπου 2 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2017 και θα μειώσουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη της κυβέρνησης προς την υπόλοιπη οικονομία.
Παράλληλα, ο οίκος αναφέρεται και στις σχέσεις των ελληνικών Αρχών με τους επίσημους πιστωτές της χώρας (και ειδικότερα το ΔΝΤ) που όπως παρατηρεί, «συνεχίζουν να δοκιμάζονται». Όσον αφορά, συγκεκριμένα, στο θέμα συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, η S&P σχολιάζει πως ο ρόλος του δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη.
Κάτι που ισχύει και για την περίπτωση της ένταξης στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ, παρά το γεγονός πως η δυνατότητα συμμετοχής στο QE παραμένει ένα ισχυρό κίνητρο, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους πιστωτές της και το ΔΝΤ.
Στο σημείο αυτό, να σημειωθεί πως ο οίκος θεωρεί απίθανη τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχειών της ΕΚΤ, μέχρι να ολοκληρωθεί η β” αξιολόγηση, στην οποία παρατηρούνται καθυστερήσεις, αλλά και προτού εφαρμοστούν κάποια από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Για την ακρίβεια, η S&P δεν αναμένει ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE φέτος. Πάντως, όπως αναφέρει, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης θα μπορούσε να βοηθήσει στην οικονομική ανάκαμψη και στη διαδικασία επιστροφής των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, αναμένει σταδιακή άρση των capital controls.
Όσον αφορά στην οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια του 2017 και του 2020, αναμένεται να στηριχθεί στον Τουρισμό και στη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, όσον αφορά στις επενδύσεις, οι προοπτικές παραμένουν περιορισμένες, δεδομένων των προκλήσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες. Ο τραπεζικός τομέας θα παραμείνει προβληματικός, όπως εκτιμά, ενώ αναμένει πως η επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες θα γίνει με αρκετά αργούς ρυθμούς.
Συγκεκριμένα, στην περίοδο 2017-2020, η S&P εκτιμά πως η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί, κατά μέσο όρο, στο 3%, πρόβλεψη που βασίζεται σε μια σταδιακή ενίσχυση της αγοράς εργασίας, βελτίωση της ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα και χαλάρωση των capital controls. Άλλωστε, όπως τονίζεται, όλοι αυτοί οι παράγοντες θα τόνωναν την καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη, ενώ ξένα κεφάλαια θα προσέλκυε και η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο οίκος, παρά τις προβλέψεις του για σχετικά ισχυρή πραγματική ανάπτυξη, διατηρεί την εκτίμησή του ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα είναι 15% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2008. Ειδικότερα, οι επενδύσεις θα ανέρχονται κάτω από το 10% του ΑΕΠ το 2017, σε σχέση με το 25% πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Παρά τις καθυστερήσεις στη β’ αξιολόγηση και τις κατά καιρούς εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών, ο οίκος αναμένει συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος. Όπως εκτιμά, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα αυξηθεί στη διάρκεια του 2018, θέτοντας τη σχέση του χρέους προς το ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά. Ακόμη και τότε, όμως, το χρέος θα ανέρχεται στο 168% του ΑΕΠ.
Κλείνοντας, η S&P κάνει λόγο για «περιορισμένη επιτυχία» στις προσπάθειες της κυβέρνησης για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Μάλιστα, όπως τονίζει, οι κίνδυνοι για τις εκταμιεύσεις παραμένουν, αναφέροντας ως παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση του Αλέξη Τσίπρα για το χριστουγεννιάτικο «δώρο» στους συνταξιούχους που οδήγησε στο «πάγωμα» των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, από μέρους των πιστωτών.
rizopoulospost.com