Ένα, όμως, είναι βέβαιο: η ανάγκη για καύσιμη ύλη δεν είναι τελευταία μόδα. Τα μικρά ή μεγάλα σύννεφα καπνού δεν είναι μόνο δικό μας προνόμιο.
Κάθε άλλο.
«Οι δ' ίσαν υλοτόμους πελέκεας εν χερσίν έχοντες / σειράς τ' ευπλέκτους» αναφέρει ήδη ο Όμηρος στην Ιλιάδα (23. 114-115), με άλλα λόγια «πήγαν, κρατώντας στα χέρια τσεκούρια που έκοβαν ξύλα και καλοπλεγμένα σχοινιά». Με διαφορά λίγων αιώνων, ο Αριστοφάνης (fr. 610 K-A) αναφέρει: «αλλ' ιμάντα μοι δος και ζμινύην. Εγώ γαρ ειμ' επί ξύλα», δηλαδή «αλλά δώσε μου ένα λουρί κι ένα εργαλείο κοπής. Γιατί πάω για ξύλα».
Όπως κι αλλού εκείνη την εποχή, έτσι και στην αρχαία Αθήνα οι ενεργειακές ανάγκες του πληθυσμού καλύπτονταν κυρίως από άνθρακα και ξύλο, συνεπώς η παραγωγή, η μεταφορά και το εμπόριό τους αποτελούσε μία ολοκληρωμένη οικονομική δραστηριότητα. Λόγω της πληθυσμιακής της συγκέντρωσης, αλλά και της βιοτεχνικής παραγωγής και των λοιπών οικονομικών δραστηριοτήτων, η Αθήνα της Κλασικής Περιόδου κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες καύσιμης ύλης. Ας το σκεφτούμε λίγο καλύτερα: αρτοποιεία, μεταλλοτεχνικά και κεραμικά εργαστήρια, λουτρά, οικείες κι άλλες τόσες και τόσες δραστηριότητες απαιτούσαν για τη λειτουργία τους σημαντικές ποσότητες ξυλοκάρβουνου, πολλές φορές μάλιστα συγκεκριμένων ειδών, οι οποίες θα καίγονταν σε ειδικούς, κατά περίπτωση, κλιβάνους.
Στην Περί Φυτών Ιστορία ο Λέσβιος φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ. Θεόφραστος αναφέρει πώς κορμοί δέντρων σχίζονταν στα δύο, στοιβάζονταν μαζί και καλύπτονταν με λάσπη πριν καούν εντός ειδικών κατασκευών.
Η εργασία αυτή ήταν, βέβαια, όσο βαριά ακούγεται, κι ακόμα παραπάνω. Τόσο ο Αριστοφάνης όσο και ο Μένανδρος έχουν δημιουργήσει αξιολύπητους ήρωες στους οποίους έλαχε να συλλέγουν και να κουβαλούν καυσόξυλα. Ο Κνήμων στον Δύσκολο του Μενάνδρου παραπονιέται ότι «ζη μόνος [...] ξυλοφορών σκάπτων τ' αεί πονών», ενώ ο Δικαιόπολις στους αριστοφανικούς
Αχαρνής φαντασιώνεται ηδονικά μια νεαρή «υλοφόρον» σκλάβα. Η υλοτομία και η μεταφορά της καύσιμης ύλης ήταν, καταπώς φαίνεται, δραστηριότητες πιο ταιριαστές στους σκλάβους, στους φτωχούς και στους επαγγελματίες εμπόρους κάρβουνου και ξύλου, παρά στους ευυπόληπτους Αθηναίους πολίτες.
Οι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες που απασχολούνταν με το επαγγελματικό εμπόριο καύσιμης ύλης αποτελούσαν μία σχεδόν περιθωριακή, κατώτατη οικονομική τάξη. Μάλιστα, κατά τον Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό του 5ου αι. π.Χ. Ανδοκίδη, μια πόλη σε κατάσταση πολέμου μπορεί να εκπέσει τόσο, ώστε οι ασχολούμενοι με το κάρβουνο να κατέλθουν από τα βουνά στην πόλη: «Ίδοιμεν [...] εκ των ορών τους ανθρακευτάς εις το άστυ ήκοντας».
Όλα δείχνουν πως το πρόβλημα της εύρεσης καύσιμης ύλης δεν άγγιζε τόσο τις πιο εύπορες οικογένειες της πόλης. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Σύμφωνα με ενεπίγραφες αττικές στήλες του 5ου αι. π.Χ., οι πλούσιοι Αθηναίοι συνήθως προμηθεύονταν καύσιμη ύλη από τα εξοχικά κτήματά τους και τις εκτάσεις που κατείχαν εκτός των τειχών της πόλης. Ο Αλκιβιάδης, μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων, είχε στην κατοχή του εκτάσεις με «ξύλα καύσιμα», «φρύγανα» και «ρυμούς» (κούτσουρα). Η πρόσβαση και απόκτηση καυσόξυλων ήταν τόσο σημαντική για πλούσιους και φτωχούς, που, σύμφωνα με τον Μένανδρο, μόλις έπεφτε μια οξιά, όλοι έσπευδαν να μαζέψουν τα ξύλα της: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται».
Στην ακμή της ηγεμονίας της, η Αθήνα της πολύκροτης Κλασικής Περιόδου αντιμετώπιζε τις τεράστιες ενεργειακές ανάγκες της με κάθε δυνατό τρόπο: σκλάβοι, κάθιδροι καρβουνιάρηδες, φορτωμένα γαϊδουράκια, πηγαινοέρχονταν φορτωμένοι με καυσόξυλα από δημόσιες και ιδιωτικές εκτάσεις, προμηθεύοντας φούρνους, κλιβάνους και εστίες με την πολύτιμη ύλη, μέλη μιας κοινωνίας περισσότερο ταξικής απ' όσο φανταζόμαστε σήμερα, κάτω από καπνό και αιθαλομίχλη σχεδόν παρόμοια με τη δική μας – εκτός από τις πλαστικές καρέκλες.