"Μήνας που δεν έχει «ρο» ρίξε στο κρασί νερό", έλεγαν οι παλαιοί κρασοπατέρες στον Πειραιά, που σήμαινε ότι από το Μάιο έως και το τέλος του Αυγούστου, μόνο εκείνοι που δεν ήξεραν να πίνουν, συνέχιζαν να παραγγέλνουν κρασί στις ταβέρνες και στα καφενεία, αν φυσικά υπήρχε διαθέσιμο.
Διότι οι μήνες Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος είναι μήνες που δεν εμπεριέχουν το γράμμα «ρο» κατά συνέπεια μήνες στους οποίους δεν πρέπει το κρασί να καταναλώνεται. Οι υπόλοιποι, οι γνώστες των μυστικών του βαρελιού, περίμεναν με αγωνία να φανεί ο Σεπτέμβρης, ο πρώτος μήνας που εμφανίζεται να εμπεριέχει το «ρο» μετά από τέσσερις μήνες κρασοστέρησης.
Ευλογημένος μήνας ο Σεπτέμβριος αφού στα τέλη του η θεσπέσια ρετσίνα θα έρεε ξανά τους διψασμένους ουρανίσκους κάθε καλού και αξιοσέβαστου οπαδού της. Από τα τέλη του Αυγούστου άρχιζε ο τρύγος που συνεχιζόταν ως και τον Σεπτέμβριο. Ήταν επίσης η περίοδος του έτους που οι βαρελοποιοί οι λεγόμενοι «Βαγενάδες» έκαναν χρυσές δουλειές πουλώντας νέας βαρέλια ή επιδιορθώνοντας τα παλαιά. Τα βαρελοποιεία (Βαρελάδικα) που κάποτε κατέκλυζαν τη Γούβα του Βάβουλα στον Πειραιά, την περίοδο αυτή έκαναν χρυσές δουλειές.
Το φημισμένο βαρελάδικο του Διονύση Μπαϊρακτάρη στη Γούβα του Βάβουλα |
Λέγοντας κρασί στον Πειραιά κατά κύριο λόγο εννοούμε τη θρυλική ρετσίνα που δυστυχώς σήμερα κοντεύει να εκλείψει. Ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας του κρασιού αφού για πρώτη φορά οι ανυπόμονοι δοκίμαζαν τη νέα παραγωγή. Και λέω οι ανυπόμονοι καθώς η κρασοπαράδοση απαιτούσε τα «γιοματάρια», τα βαρέλια που περιέχουν δηλαδή τη καινούργια σοδειά, επίσημα να έρχονται σε πρώτη επαφή με τον κόσμο την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου στις 27 Οκτωβρίου και να δοκιμάζονται με ειδικό τελετουργικό σχεδόν θρησκευτικό τρόπο. Το κρασί που συνήθως έτρεχαν οι ανυπόμονοι να καταναλώσουν το Σεπτέμβριο και γενικά πριν από του Αγίου Δημητρίου ήταν το ευάλωτο, το κρασί δηλαδή που δεν μπορούσε να διατηρηθεί όλο το χρόνο και που έπρεπε να καταναλωθεί πρώτο για να μην ξιδιάσει.
Πριν όμως μιλήσουμε για το καλό κρασί το γιοματάρικο ή Αγιοδημητριάτικο όπως λεγόταν, ας επιστρέψουμε πίσω στο Σεπτέμβριο να δούμε από κοντά τον τρυγητό και το γέμισμα των βαρελιών με μούστο, δηλαδή των γεγονότων εκείνων που προηγούνται του ανοίγματος των βαρελιών.
Στα Μεσόγεια και στα άλλα μέρη που παρήγαγαν κρασί, το Σεπτέμβριο γίνονταν οι γιορτές του τρυγητού με φωνές και τραγούδια. Τοποθεσίες που παρήγαγαν κρασί δεν ήταν μόνο τα χωριά των Μεσογείων αλλά και στο Μοσχάτο, στο Καλαμάκι και στις Αμπελόκηπους τοποθεσία που άλλωστε έλαβε και την ονομασία της από το στοιχείο που την χαρακτήριζε, δηλαδή από τα πολλά αμπέλια που διέθετε. Και αν ανατρέξουμε ακόμα παλαιότερη εποχή ένα σημαντικό μέρος με αμπέλια βρισκόταν απλωμένο κατά μήκος της διαδρομής Πειραιώς – Αθηνών. Ακόμα και στα μέρη αυτά που σήμερα θεωρούμε αστικά πριν ξεριζωθούν τα κλήματα για να μεταβληθούν σε οικόπεδα προς πώληση, ο Σεπτέμβριος ήταν ο μήνας που οι φωνές των τρυγητών κυριαρχούσαν κατά τη συλλογή των σταφυλιών αλλά κι από τις φωνές των πατητάδων και των άλλων εργατών που άδειαζαν με τους κουβάδες τα ειδικά φρεάτια συλλογής του μούστου, τα λεγόμενα πουρλάκια.
Στις πόλεις όμως μια άλλη διαδικασία γινόταν εξίσου γιορταστική. Κατέφταναν τα κάρα με τον μούστο όπου ο ταβερνιάρης βοηθούσε τους μεταφορείς να τον αδειάσουν στα βαρέλια του μέσα στα οποία πρόσθεταν το ρετσίνι, φτιάχνοντας έτσι τη μοναδική κι αθάνατη ελληνική ρετσίνα. Μέσα στα βαρέλια των οινοποιών λοιπόν ήταν που ωρίμαζε ο μούστος και συντελείτο το θαύμα της μετατροπής του σε κρασί.
Μεταφορά Μούστου στην πόλη (Φωτογραφία από το αρχείο του Αμπελουργικού Συνεταιρισμού Μαρκόπουλου - Από το βιβλίο "Μνήμες Τρύγου στα Μεσόγεια Αττικής" του Δημητρίου Μπούκη |
Διανομή μούστου στους δρόμους του Πειραιά το 1932 |
Διανομή μούστου το 1937 |
Οι οινοπώλες και οι ταβερνιάρηδες δεν ήταν απλά έμποροι κρασιού όπως είναι σήμερα, αλλά λάμβαναν μέρος οι ίδιοι στην παραγωγή του κρασιού. Ο σωστός οινοπώλης έπρεπε να διαθέτει σωστά βαρέλια, δηλαδή φτιαγμένα από «καλό» ξύλο. Και εκεί έπαιζαν ρόλο οι βαγενάδες του Πειραιά. Κάθε βαγενάς προμηθευόταν ξύλο καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός που θεωρείτο το καλύτερο για τα βαρέλια.
Η πινακίδα του Διονύση Μπαϊρακτάρη συνεχίζει να στέκει επί της Καραΐσκου διαφημίζοντας το "καλό" ξύλο των βαρελιών "ΚΕΝΟΥΡΓΙΑ ΔΡΥΣ. ΚΑΣΤΑΝΙΑ" |
Ο Δημήτριος Μπούκης στο εξαιρετικό βιβλίο του «Μνήμες Τρύγου στα Μεσόγεια της Αττικής» μας πληροφορεί ότι οι βαγενάδες «κατάφερναν να φτιάχνουν βαρέλια του κάρου (δηλαδή ένα κάρο ένα βαρέλι των 400 οκάδων), αλλά και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα βαρέλια, πλανεύοντας τα ξύλα, φτιάχνοντας τις ντούγες, που με τα στεφάνια και την ψαθοταινία τα φουντάριζαν κάθε χρόνο πριν τη μουστιά (τη διαδικασία του μούστου), στις γειτονιές…» .
Βαρέλια των 400 οκάδων από το αρχείο του Δημητρίου Μπούκη (Μνήμες Τρύγου στα Μεσόγεια Αττικής) |
Εκεί στις γειτονιές φρόντιζαν αυτά τα βαρέλια από το καλό το ξύλο να τα καθαρίσουν συμμετέχοντας ακόμα και μικρά παιδιά σε αυτή τη διαδικασία ώστε να είναι έτοιμα και καθαρά να δεχθούν τον μούστο. Ο καθαρισμός των βαρελιών γινόταν έξω από όλες τις ταβέρνες του Πειραιά οι δρόμοι των οποίων γέμιζαν από βαρέλια σε παράταξη. Και τότε στον Πειραιά ταβέρνες και στέκια κρασιού υπήρχαν διάσπαρτα σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σημείο της πόλης. Μικροί ή μεγάλοι δρόμοι γέμιζαν από τεράστια σε μέγεθος βαρέλια τα οποία ευρισκόμενα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, αναμένοντας τον καθαρισμό τους με άφθονο νερό. Εάν τα βαρέλια ήταν παλιά, εισέρχονταν συνήθως σε αυτά μικρά παιδιά που με ξύστρες στα χέρια καθάριζαν πρώτα το εσωτερικό τους, το οποίο ξύνονταν επιμελώς πριν από τη πλύση τους.
Τότε όλες οι γειτονιές μύριζαν κρασί από τα πολλά βαρέλια που αερίζονταν εκτεθειμένα στα πεζοδρόμια. Ακόμα πιο μεθυστικές ήταν οι μυρωδιές της παραλίας όπου τα βαρέλια έστεκαν ανοιγμένα δίπλα στη θάλασσα, αναμιγνύοντας τη μυρουδιά του κρασιού με εκείνη της θαλάσσιας αύρας και του ιωδίου. Στο γραφικό όρμο της Φρεαττύδας, στο Τουρκολίμανο και στο Πασαλιμάνι ήταν συνηθισμένη η εικόνα των βαρελιών να βρίσκονται αραδιασμένα δίπλα στη θάλασσα.
Οι ταβερνιάρηδες και οι οινοπώλες δεν ήταν συνεπώς απλοί μεταπράτες έτοιμου κρασιού αλλά παραγωγοί. Φρόντιζαν να έχουν έτοιμα και καθαρά τα βαρέλια τους, τα οποία κατασκεύαζαν στο δικό τους βαγενά στη Γούβα του Βάβουλα. Φρόντιζαν να παραγγείλουν από τον δικό τους προμηθευτή τη σωστή ποσότητα του μούστου, ώστε να τους βγάλει όλο το χρόνο και να μην ξεμείνουν. Επίσης φρόντιζαν να έρθουν σε επαφή με τους ρετσινιάρηδες, τους συλλέκτες δηλαδή της ρετσίνας για την έγκαιρη προμήθειά της. Οι συμφωνίες έπρεπε να είχαν κλειστεί καιρό πριν. Με βάση τις παραγγελίες αυτές στη συνέχεια οι ρετσινιάρηδες θα έπαιρναν «τα δάση και τα βουνά» τα κατάμεστα από πεύκα για να συλλέξουν το ρετσίνι. Βαγενάδες, προμηθευτές μούστου και ρετσίνας, ξυσίματα, πλυσίματα και άλλες εργασίες έπρεπε να γίνονται πάντα την κατάλληλη εποχή. Τα πάντα όφειλαν να λειτουργήσουν «ρολόι», για να φτάσουμε στην πολυπόθητη ημέρα παράδοσης του μούστου στις ταβέρνες.
Για αυτό και εκείνη η ημέρα παράδοσης – παραλαβής του μούστου στις ταβέρνες και στα άλλα κρασοπουλιά, αποτελούσε γεγονός για κάθε γειτονιά του Πειραιά, διότι τότε ήταν που οι ταβερνιάρηδες εκτός από τον μούστο που γέμιζαν τα βαρέλια τους, τον πωλούσαν ξεχωριστά και στον κόσμο γεμίζοντας τους τενεκέδες των πελατών τους. Με αυτό το μούστο οι γυναίκες της γειτονιάς θα έκαναν στη συνέχεια την γνωστή μέχρι σήμερα μουσταλευριά. Την ώρα που άδειαζαν τον μούστο στα βαρέλια φώναζαν οι παρευρισκόμενοι «Μόσχος, μόσχος» σύμφωνα με το έθιμο. Τα πιο παλαιά χρόνια το έθιμο απαιτούσε για γούρι, τα μικρά παιδιά μόνο να αναφωνούν «Μόσχος».
Κάποτε όμως πέρασε και εκείνη η εποχή που οι ταβερνιάρηδες μοίραζαν τον μούστο σε γκαζοτενεκέδες και τον πωλούσαν με την οκά στις καλές μόνο πελάτισσες. Και έτσι ξαφνικά η φτηνή για όλους μουσταλευριά μεταβλήθηκε σε ένα ακριβό γλύκισμα!
Τα βαρέλια έπρεπε να μένουν για την ωρίμανση σε σκοτεινά υπόγεια σπιτιών, ακόμα καλύτερα εάν σε αυτά επικρατούσε δροσιά έως και υγρασία επιστρατεύοντας μέχρι και τις σπηλιές της πειραϊκής ακτής για τον σκοπό αυτό.
Βαρέλια στο "φρέσκο", δηλαδή σε δροσερό και σκοτεινό υπόγειο. Αρχείο Δημητρίου Μπούκη από το βιβλίο του "Μνήμες Τρύγου στα Μεσόγεια Αττικής". |
Την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου οι ταβερνιάρηδες και οι οινοπώλες, χωρίς να εξαιρούνται και οι έχοντες ιδιωτικά βαρέλια, απεύθυναν προφορικές προσκλήσεις στους φίλους τους που τους ενημέρωναν για το άνοιγμα του γιοματαριού. Στη συνέχεια ετοίμαζαν διάφορους μεζέδες που «τραβούσαν» κρασί. Του Αγίου Δημητρίου το άνοιγμα αποτελούσε μια πραγματική μυσταγωγία. Και καθώς εκείνες τις μέρες στους δρόμους της πόλης όλοι κάπου είχαν προσκληθεί να παρευρεθούν «μάρτυρες» στο άνοιγμα γιοματαριού, έδιναν το σύνθημα αναμεταξύ τους όταν διασταυρώνονταν βιαστικοί στο δρόμο.
- «Καλά κρασιά κουμπάρε» αντάλλαζαν βιαστικά ένεκα των περιστάσεων!
Αυτό «καλά κρασιά κουμπάρε» αποτελούσε ένα φιλικό χαιρετισμό μεταξύ των κρασοσυντρόφων χωρίς ωστόσο να δίνει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία για το που ο καθένας κατευθύνεται. Κι αυτό διότι εάν το γιοματάρι ήταν καλό και το μάθαινε πολύς κόσμος, δεν θα «φτουρούσε». Έτσι ο καθένας τραβούσε το δρόμο του, ή καλύτερα προς το υπόγειό του ή τη σπηλιά του, χωρίς «σάλια» δηλαδή χωρίς πολλές κουβέντες. Όπου καθείς και η μοίρα του...
Και αφού συγκεντρώνονταν όλοι γύρω ή καλύτερα κάτω από το βαρέλι έθεταν στο κέντρο το πιο παλαιό τον πιο έμπειρο οινογνώστη που είχε κληθεί «τιμής ένεκεν» να δοκιμάσει το πρώτο ποτήρι από το γιοματάρι. Με προσοχή ο οινοπώλης άνοιγε το βαρέλι και τοποθετούσε την κάνουλα την οποία άνοιγε ελάχιστα, ώστε η ροή εξόδου του πολύτιμου υγρού να μην είναι μεγάλη και αναταράξει το εσωτερικό του περιεχόμενο.
Κατά τη διάρκεια που ο «ειδικός» το έφερνε στα χείλη του, επικρατούσε πλήρης ησυχία και προσήλωση ώστε να ερμηνευθεί από την ομήγυρη και η παραμικρή έκφραση που θα μπορούσε να «δείξει» εάν το κρασί ήταν καλό ή όχι, πριν ακόμα το γευτεί ο ίδιος ο δοκιμαστής!
Στο Τουρκολίμανο 19 Σεπτεμβρίου 1952. Όταν ο καιρός κρατάει για έξω, η ευκαιρία δεν χάνεται. |
Και η διαδικασία αυτή γινόταν για κάθε βαρέλι αλλά όχι την ίδια ημέρα! Στο πρώτο βαρέλι οι οινοπώλες έγραφαν πάνω του με κιμωλία το όνομα του Αγίου Δημητρίου, αφού κατά την ημέρα εκείνη θα άνοιγε για πρώτη φορά. Με τον ίδιο τρόπο έγραφαν με κιμωλία πάνω σε κάθε βαρέλι ξεχωριστά κι ένα όνομα «Αγίου»!
Η ονοματοθεσία αυτή καθόριζε και την ημερομηνία εκείνη που το συγκεκριμένο βαρέλι θα άνοιγε για πρώτη φορά. Του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Σπυρίδωνος κ.ο.κ. ρυθμίζοντας έτσι σε ποια γιορτή Αγίου θα ανοίξει κάθε βαρέλι κρασιού! Εάν επρόκειτο για ταβέρνα ή οινοπωλείο με ακόμη μεγαλύτερη κατανάλωση κρασιού, πράγμα που σήμαινε ότι οι εορτές των γνωστών Αγίων δεν έφταναν, ονοματοθετούσαν τα βαρέλια και με άλλα ονόματα νησιών ή τόπων καταγωγής «Νάξος», «Σαλαμίνα», «Μέγαρα», ή και με ονόματα γυναικών ή εθνικών επετείων «Ελευθερία» εάν επρόκειτο να ανοίξει την ημέρα της εθνικής μας παλιγγενεσίας της 25ης Μαρτίου.
Η ημέρα ανοίγματος βαρελιού θεωρείτο πετυχημένη και εορταστική όταν το κρασί που περιείχε ήταν καλό. Τότε εμφανίζονταν από το πουθενά τα κοκορέτσια, τα συκωτάκια και οι άλλοι μεζέδες που μέχρι τότε έμεναν «κρυμμένοι» στο περιθώριο για να μην προκαλέσουν την κακιά περίσταση και εμφανιστούν πριν τη γευστική κρίση του κρασιού και το «χαλάσει» το κακό το μάτι. Και μαζί με τους μεζέδες ακούγονταν γέλια, φωνές και ενθουσιασμοί. Η εορταστική ατμόσφαιρα έρχεται μαζί με την κρίση του ειδικού ότι το κρασί είναι καλό, ότι πίνεται. Όλοι τρέχουν να γεμίσουν τα ποτήρια τους με κρασί από το γιοματάρι, ενώ ο ταβερνιάρης χαρούμενος σημειώνει στο κατάστιχο την κατανάλωση καθενός εκάστου. Γύρω στους τοίχους της ταβέρνας ή του οινοπωλείου ακόμα και οι καπεταναίοι του ’21 που συνήθως κοσμούσαν τους τοίχους τους φαίνονταν να χαμογελούν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα.
Αν στα Μεσόγεια Αττικής ή σε άλλα οινοπαραγωγά μέρη θα πρέπει να διατηρηθούν ζωντανές οι μνήμες του τρύγου, στον Πειραιά θα πρέπει να μείνει άσβεστη η ιστορία του κρασιού όπως αναπτύχθηκε με τα ήθη και τα έθιμα που το χαρακτήριζαν, με τους ανθρώπους του, τους ανθρώπους του κρασιού, τους πελάτες που καθώς ήταν ψαράδες, βαρκάρηδες και άνθρωποι της θάλασσας και του λιμανιού είχαν ιδιαίτερη απαίτηση από τη γεύση της ρετσίνας και δεν συμβιβάζονταν εύκολα με μια μέτρια γεύση. Στον Πειραιά ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας και των ανθρώπων της έχει γραφεί σε ταβέρνες αποκλειστικά και μόνο λόγω της εκλεκτής ρετσίνας που διέθεταν. Συνεπώς ο οινοπώλης στον Πειραιά δεν ήταν ένα ακόμα έμπορος, αλλά μια αιτία συγκέντρωσης λογοτεχνών και εικαστικών που πήγαιναν να απολαύσουν τη θεϊκή του ρετσίνα. Οι ταβέρνες δημιουργούσαν όνομα μόνο εξαιτίας του κρασιού που παρήγαγαν.
Στην ταβέρνα του Τζιμ Τάου το 1937 |
Ο μπάμπα – Δημητράκης, δηλαδή ο Δημήτριος Σύψωμος ή αλλιώς ο Λάμπρος Πορφύρας ήταν ο χαρακτηριστικότερος όλων τύπος του κρασιού στον Πειραιά. Ο «δάσκαλος» όπως τον αποκαλούσε η συντροφιά του κρασιού, η αποτελούμενη από ψαράδες και βαρκάρηδες γνώριζε τις ταβέρνες όπου η ρετσίνα άξιζε, αφού αυτή ήταν το μοναδικό μέτρο για να λάβει μια ταβέρνα το χρίσμα του καλού καταστήματος. Αυτός άλλωστε είναι που το 1923 πρωτοδημοσιεύεται στην Εφημερίδα "Ελεύθερος Λόγος" το ποίημα "Πιες του γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου" για το οποίο του απονέμεται το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Και όταν ο ποιητής της Φρεαττύδας πέθανε το μνημόσυνό του πάλι σε ταβέρνα έγινε όταν οι φίλοι του τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1935, συναντήθηκαν στην ταβέρνα του Αναστασίου που βρισκόταν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη για να τιμήσουν τη μνήμη του. Εκεί αφού τοποθέτησαν μια φωτογραφία του, στη θέση που συνήθως κάθονταν, ήπιαν αρκετά και διηγήθηκαν διάφορες ιστορίες από τον άνθρωπο εκείνο που είχε γίνει γνωστός στην Φρεαττύδα από την συνήθεια που είχε να κάθεται για ώρες στα βράχια (που τότε υπήρχαν στον γραφικό όρμο), αγναντεύοντας την θάλασσα!
Στον Πειραιά σε ταβέρνα πάλι συνοδεία ρετσίνας θα γραφεί και θα ακουστεί για πρώτη φορά το τραγούδι «Στερνό Παραμύθι» σε μουσική Γεωργίου Λαμπελέτ όταν θα παιχθεί από φιλαρμονική υπό τη διεύθυνση του Φρεαττυδιώτη Φακιολά.
Διασκεδάζοντας στην οδό Μητρώου 46, στο δρόμο έξω ακριβώς από την οικία (Φωτογράφος Πουλακίδας, Αλιπέδου 8, Πειραιεύς - Αρχείο οικογενείας Ζώη) |
Στην κατοχή η αντίσταση πάλι θα έχει ως επίκεντρο τη ταβέρνα στην Πειραϊκή του Μανώλη Παρλαμά όπου στο τέλος θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς για τη δράση του αυτή.
Τα περισσότερα τοπωνύμια στον Πειραιά οφείλονται στο καλό κρασί! Είναι του Παρλαμά που ήδη αναφέραμε, αλλά και του Καλαμπάκα, του Αργύρη, του Μπαϊκούτση στην Πειραϊκή που έμειναν στην ιστορία λόγω του καλού τους κρασιού. Αλλά και η Ακτή Ξαβερίου επίσης! Μπορεί ο Ξαβέριος Στέλλας να μην ήταν ταβερνιάρης αλλά ένα σπίτι που έκτισε μεταγενέστερα ο γιος του ο Νικόλαος Στέλλας διατέθηκε προς ενοικίαση και έγινε η ταβέρνα του Στέλλα Σαριδάκη, γνωστή από την καλή της ρετσίνα τόσο πολύ, ώστε πάμε στου Ξαβέρη είχε γίνει συνώνυμο της ταβέρνας με την εκλεκτή ρετσίνα.
Αλλά και ζωγράφους της Ταβέρνας και της ρετσίνας είχαμε στον Πειραιά. Ο Αλέξανδρος (Αλέκος) Χριστοφής γεννήθηκε στον Πειραιά το 1882 και αφοσιώνεται στη φιλοτέχνηση πινάκων με θέμα τα λιμάνια και τον κόσμο τους, επανερχόμενος διαρκώς στον Πειραιά και συχνάζοντας στις ταβέρνες. Ζωγραφίζει το έργο "Η Ταβέρνα των ναυτικών" που κατόπιν έστειλε να εκτεθεί στην Βενετία. Ο Αλέκος Χριστοφής ήταν ο κατεξοχήν ζωγράφος της ταβέρνας.
Αλλά και ο πλέον αντιπροσωπευτικός τύπος Πειραιώτη λογοτέχνη, που απεικονίζεται στο πρόσωπο του Δημοσθένη Βουτυρά είναι επίσης άνθρωπος του κρασιού. Έτσι ο Λάμπρος Πορφύρας από τη μια και ο Δημοσθένης Βουτυράς από την άλλη θα πρέπει να θεωρούνται οι εκπρόσωποι της φιλολογίας της ταβέρνας που γεννήθηκε συνοδεία κρασιού. Στο εξωτερικό ανάλογες σχολές τις συναντούμε να είναι γνωστές ως "Σχολές μποεμισμού". Ειδικά στα καφέ του Παρισιού, όπου λογοτέχνες και ποιητές συναντιούνται στα τραπεζάκια καφενείων όπου και γράφουν τις μεγαλύτερες ποιητικές τους συλλογές. Στον Πειραιά σε αντιστοιχία με τα «Παρισινά Καφέ» βρίσκονται οι παρέες του κρασιού, με τις συντροφιές του Πορφύρα, του Βουτυρά και του Ταγκόπουλου, των γενναίων του ποτηριού όπως τους έλεγαν τότε. Κάποτε ο Πορφύρας σε μία τέτοια συνάντηση είχε χαράζει στο τραπέζι "Η Ταβέρνα είναι λεπτό πράγμα". Και ο Πορφύρας ήξερε τι έλεγε. Για να χαρείς την φιλολογική ταβέρνα πρέπει να είσαι διακριτικός, να σέβεσαι τον χώρο που σαν προχωρήσει η νύχτα γεμίζει από μεράκια, από ευαισθησία, από πόνο. Ήταν μετρημένοι οι λογοτέχνες που αποτελούσαν τον κύκλο των "γενναίων του ποτηριού", της συντροφιάς του κρασιού.
Σήμερα τα οινοπωλεία έκλεισαν και τη θέση τους κατέλαβαν οι λεγόμενες κάβες. Καμία ταβέρνα και κανένας ταβερνιάρης δεν υπάρχει να δημιουργεί ρετσίνα από το μούστο, να φτιάχνει το δικό του κρασί. Σήμερα καμία ταβέρνα στον Πειραιά δεν κτίζει το καλό της όνομα πάνω στη θεϊκή ρετσίνα. Τα βαρέλια παρέμειναν σε μερικές ταβέρνες ως διακοσμητικά και μόνο στοιχεία, ενώ η ελληνικότατη ρετσίνα που μετέφερε παντού τη μυρωδιά και τη γεύση του ελληνικού πεύκου, πέθανε οριστικά. Σήμερα κανείς πια δεν ζητά ρετσίνα καθώς το ελληνικό αυτό προϊόν απαξιώθηκε και έφτασε να θεωρείται κατώτερο. Διάφορες ποικιλίες κρασιών, αγνώστου προέλευσης και άγνωστης ποιότητας έχουν κατακλύσει τα κάθε λογής κέντρα. Γλυκά τις περισσότερες φορές τα σημερινά κρασιά, ώστε να είναι καλόπιοτα, να παραγγέλνονται εύκολα, φθηνά στην αγορά τους, προσφέρονται το ίδιο αστόχαστα όπως παρασκευάζονται και κυκλοφορούν στα φθηνά πλαστικά μπουκάλια τους. Η λέξη ρετσίνα είναι άγνωστη πια στους σημερινούς νέους, ενώ σε λίγο καιρό θα αναφέρεται μόνο στα λεξικά ως είδος αναφερόμενο στο μακρινό παρελθόν. Κανείς πια δεν περιμένει το Σεπτέμβριο να πιει το ευαίσθητο κρασί, τον Οκτώβριο του Αγίου Δημητρίου να δοκιμάσει το γιοματάρι, καμία μουσταλευριά δεν θα φτιαχτεί στην έλευση του μούστου, καμιά μυρωδιά κρασιού δεν θα αναμιχθεί με τη θαλασσινή αύρα της πειραϊκής ακτής. Η ρετσίνα κεχριμπάρι θα μείνει για πάντα να ξεδιψάει τις μνήμες μας.