Η επίμονη κόπωση, η έλλειψη συγκέντρωσης και η κακή διάθεση, ιδιαίτερα εάν συνοδεύονται... από ξηρότητα του δέρματος, τριχόπτωση και αδικαιολόγητη αύξηση του βάρους, αποτελούν ένα σύνολο συμπτωμάτων με αρκετές πιθανές ερμηνείες, ωστόσο οι «δημοφιλέστερες» είναι κάποιο πρόβλημα είτε στον θυρεοειδή είτε στους επινεφρίδιους αδένες.
Εξετάστε πρώτα τον θυρεοειδή αδένα
Οι διαταραχές του θυρεοειδούς είναι εξαιρετικά συχνές, κυρίως στον γυναικείο πληθυσμό. Πιο συγκεκριμένα, η κόπωση και η ανεξήγητη αύξηση του βάρους αποτελούν τυπικά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού.
Όταν ο θυρεοειδής αδένας λειτουργεί κανονικά, απελευθερώνει ορμόνες που ελέγχουν τον μεταβολισμό και τη θερμοκρασία του σώματος. Εάν όμως η παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών είναι μειωμένη, όλες οι επιμέρους βιολογικές διεργασίες του οργανισμού επιβραδύνονται. Σε αρχικό στάδιο, τα συμπτώματα δεν είναι ιδιαίτερα εμφανή, σταδιακά όμως οι επιδόσεις μειώνονται αισθητά.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να διαπιστωθεί με αιματολογική εξέταση που μετρά τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών.
Πώς λειτουργούν τα επινεφρίδια
Εάν το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στον θυρεοειδή, ο επόμενος «υποψήφιος υπαίτιος» είναι τα επινεφρίδια, οι δύο μικροί αδένες που βρίσκονται ακριβώς επάνω από τα νεφρά.
Να σημειωθεί πως αρκετοί γιατροί δεν αναγνωρίζουν τη λεγόμενη επινεφριδική εξάντληση ως ιατρική πάθηση, ωστόσο ορισμένοι επαγγελματίες υγείας εκτιμούν πως είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Η επινεφριδική εξάντληση θεωρείται πως χαρακτηρίζεται από τη συνεχή κούραση αλλά και από τη νευρικότητα, τη ζαλάδα, την καθυστέρηση στην ανάρρωση από ένα κρυολόγημα ή άλλη λοίμωξη, το άγχος και την κακή διάθεση. Τα συμπτώματα αυτά προκύπτουν όταν τα επινεφρίδια, τα οποία απελευθερώνουν ορμόνες του στρες, «κουράζονται» υπερβολικά, οδηγώντας σε έλλειμμα κορτιζόλης, μίας εκ των βασικών ορμονών του στρες. Η επινεφριδική εξάντληση ακολουθεί μετά από μια μακρά περίοδο έντονου στρες, κατά την οποία παράγονται μαζικά ορμόνες όπως η κορτιζόλη, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή τα επινεφρίδια να σταματούν να ανταποκρίνονται στην πίεση.
Τα επίπεδα κορτιζόλης είναι δυνατό να μετρηθούν με αιματολογική ή ουρολογική εξέταση ή και με τεστ σάλιου.