Οι διαδικτυακές εφαρμογές γνωριμιών (dating apps) ελκύουν ολοένα αυξανόμενο αριθμό χρηστών. Παρότι οι τεχνολογίες αυτές αποτελούν πλέον αναπόσπαστο σχεδόν κομμάτι του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουν οι νέοι τις σχέσεις, καινούργιες έρευνες φαίνεται να δείχνουν ότι οι διευκολύνσεις που προσφέρει η τεχνολογία φέρει βαρύ κόστος.
Απαλλάσσοντας τους χρήστες από τις δυσκολίες γνωριμίας νέων ατόμων και προσφέροντας εκατομμύρια πιθανά ταίρια, εφαρμογές όπως το Tinder και το Match.com επιτρέπουν στους χρήστες τους να γνωρίσουν άτομα εύκολα και γρήγορα- με ένα μονάχα κλικ. Το Match.com έχει πλέον πάνω από 7 εκατομμύρια συνδρομητές που πληρώνουν για τις υπηρεσίες της διαδικτυακής πλατφόρμας, ενώ η δημοφιλής εφαρμογή Tinder επιτρέπει περίπου 1,6 δις “swipes” καθημερινά και οδηγεί σε περίπου 1,5 εκατομμύρια ραντεβού την εβδομάδα (ένα με δύο ανά χρήστη, κατά μέσο όρο).
Οι εφαρμογές αυτές επηρεάζουν, όμως, και τον χαρακτήρα που αποκτούν οι σχέσεις την σήμερον ημέρα. Οι χρήστες φαίνεται να προτιμούν βραχυπρόθεσμες σεξουαλικές σχέσεις έναντι σχέσεων μίας νύχτας (“one night stand”) σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νορβηγίας. Όσο αυξάνονται οι χρήστες, τόσο μειώνεται το στίγμα του να βρει κανείς το ταίρι του διαδικτυακά.
Σύμφωνα, όμως, με ειδικούς, η ευκολία που προσφέρει το διαδίκτυο στον τομέα αυτό δεν συνάδει απαραίτητα με την ευτυχία, που αποζητούν οι χρήστες.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2011 από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ, συμπέρανε ότι η απόρριψη πυροδοτεί το ίδιο κομμάτι του εγκεφάλου με αυτό που επεξεργάζεται τον σωματικό πόνο. Τέτοιες υπηρεσίες διαδικτυακής γνωριμίας οδηγούν τους χρήστες συχνότερα σε ερωτικές απογοητεύσεις, κάτι που συμβαίνει όταν το δεν απαντά κάποιος στο μήνυμά τους ή εξαφανίζεται μετά το πρώτο ραντεβού. Ως αποτέλεσμα, η αναστάτωση και η απογοήτευση που προκαλεί μία απόρριψη και τις οποίες η μελέτη αυτή συνδέει με το πως βιώνουμε τον σωματικό πόνο, είναι πολύ πιο συνήθεις σήμερα, υποδηλώνοντας ότι οι χρήστες αυτοί υποφέρουν περισσότερο απ’ότι παλιότερες γενιές που δεν βιώναν την απόρριψη με την ίδια συχνότητα.
Επιπλέον, το περιοδικό Body Image εξέδωσε το 2017 έρευνα σχετικά με την σχέση μεταξύ χρήσης τέτοιων εφαρμογών και των επιπέδων αυτοπεποίθησης των χρηστών. Η μελέτη αυτή διεξήχθη με 1.300 συμμετέχοντες (οι περισσότεροι εκ των οποίων πρόκειται για φοιτητές πανεπιστημιακού επιπέδου) οι οποίοι ερωτήθηκαν για την χρήση Tinder, καθώς και για το πώς εκλαμβάνουν τον εαυτό και το σώμα τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, πράγματι, οι χρήστες Tinder είχαν πολύ χαμηλότερη αυτοπεποίθηση και χειρότερη εικόνα του εαυτού και του σώματός τους σε σχέση με μη-χρήστες. Οι εφαρμογές δημιουργούν στους ανθρώπους την αίσθηση ότι οι επαφές τους είναι απρόσωπες και εφήμερες ενώ παράλληλα τους δημιουργούν μια κάποιου τύπου εμμονή με το σώμα τους. Το αποτέλεσμα είναι να κρίνουν τους εαυτούς τους αυστηρά, να βλέπουν πιο έντονα τα ελαττώματά τους και τους δημιουργείται η ανάγκη μιας αέναης αναζήτησης, με στόχο να καταφέρουν να βρουν το «ιδανικό» ταίρι -που πιθανώς και να μην υπάρχει.
Τέτοια συναισθήματα δημιουργούν μεγάλη ανασφάλεια και αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης στους χρήστες.
Ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Ιλινόι, Alejandro Lleras υποστήριξε ότι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη το 2016 και της οποίας ήταν υπεύθυνος, υπάρχουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν την σχέση μεταξύ εθισμού στην τεχνολογία και άγχους ή/και κατάθλιψης.
Ο ίδιος δήλωσε ότι η σχέση μεταξύ της χρήσης κινητών τηλεφώνων ή τεχνολογίας και ψυχικής υγείας θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω από ειδικούς.
[cnn.gr]