Την Παρασκευή, 1η Φεβρουαρίου 2019, συγκλήθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να κρίνει επί της συνταγματικότητας της ολοσχερούς κατάργησης του επιδόματος αδείας και των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων και εργαζόμενων με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου στον δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Υπενθυμίζεται ότι, η κατάργηση δώρων και επιδόματος αδείας περιλήφθηκε ως μέτρο στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 4093/2012), ενώ προηγουμένως είχαν γίνει διαδοχικές μειώσεις των ανωτέρω παροχών, με αποτέλεσμα το συνολικό ετήσιο ποσό αυτών να διαμορφωθεί στα 1.000 € για κάθε υπάλληλο (500 € δώρο Χριστουγέννων και 250 € δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας). Συνολικά, στην Ολομέλεια εισήχθησαν προς συζήτηση οκτώ υποθέσεις με παρεμφερές αντικείμενο.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του epoli.gr μετά την ανάπτυξη των νομικών ζητημάτων από την Εισηγήτρια, έλαβαν το λόγο οι πληρεξούσιοι του Ελληνικού δημοσίου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι, η εφαρμογή του μέτρου της περικοπής δώρων και επιδόματος αδείας ήταν απολύτως επιβεβλημένη κατά το χρόνο που αυτή αποφασίστηκε, υπήρξε πρόσφορη για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης που πλήττει την χώρα μας και δικαιολογείται πλήρως από τις απαιτήσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής. Παράλληλα, επισημάνθηκε από την πλευρά του Ελληνικού δημοσίου ότι, τα δικαστήρια έχουν οριακή ευχέρεια να αποφανθούν επί της συνταγματικότητας ή μη ενός μέτρου που επιβάλλεται από το νομοθέτη, εφόσον αυτό δεν ελέγχεται επί της ουσίας.

Περαιτέρω προς αντίκρουση του ισχυρισμού που επικαλούνται όσοι υπάλληλοι καταφεύγουν στα Δικαστήρια, ζητώντας να αποκατασταθούν οι μισθολογικές αδικίες που προέκυψαν από την κατάργηση των ανωτέρω παροχών, δηλαδή ότι οι περισσότερες της μίας περικοπές και εν τέλει η ολοσχερής κατάργησή τους οδηγεί το υπαλληλικό προσωπικό σε συνθήκες ακραίας φτωχοποίησης, το Ελληνικό δημόσιο επικαλέστηκε πληθώρα στατιστικών εκθέσεων που αφορούν στα μισθολογικά μεγέθη των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Οι πληρεξούσιοι του Ελληνικού δημοσίου συνέκριναν στατιστικά μεγέθη, όπως ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, με τις αντίστοιχα μεγέθη και τις εν γένει συνθήκες που επικρατούν στον δημόσιο τομέα, επιχειρώντας να αναδείξουν το γεγονός ότι, οι συνθήκες εργασίας στο δημόσιο τομέα είναι συνολικά και σε όλους τους τομείς καλύτερες συγκριτικά με αυτές που επικρατούν στον ιδιωτικό τομέα. Εξάλλου, από την πλευρά του Ελληνικού δημοσίου τονίστηκε ιδιαίτερα ο κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής δημοσιονομικής επιβάρυνσης πολλών δισεκατομμυρίων Ευρώ για τον κρατικό προϋπολογισμό στην περίπτωση που το Συμβούλιο της Επικρατείας κηρύξει αντισυνταγματική την κατάργηση των ανωτέρω παροχών.

Από την άλλη πλευρά, οι πληρεξούσιοι των προσφευγόντων υπαλλήλων υποστήριξαν αφενός ότι, το επιχείρημα περί επιβάρυνσης του προϋπολογισμού με τα ποσά που αναφέρθηκαν από την πλευρά του δημοσίου είναι πλασματικό και παρελκυστικό, διότι οι απαιτήσεις των υπαλλήλων για το έτος 2013 έχουν υποπέσει σε παραγραφή, ενώ αντίστοιχα υπάρχει σοβαρή νομική αμφισβήτηση σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να καταβληθούν και τα αντίστοιχα ποσά των ετών 2014, 2015 και 2016. Συνεπώς, όπως υποστηρίχθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις τα διεκδικούμενα ποσά αφορούν τα έτη 2017 και 2018 και κατά συνέπεια η οικονομική επιβάρυνση δεν θα είναι τόσο σημαντική, όπως παρουσιάζεται από την πλευρά του δημοσίου. Η πλευρά των προσφευγόντων μάλιστα υποστήριξε ότι, η κατάργηση δώρων και επιδόματος αδείας συνιστά ύβρι, διότι, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, τα δώρα έχουν θεσμοθετηθεί από το πολύ παλιά και δεν καταργήθηκαν ούτε κατά την περίοδο της Χούντας!

Επιπλέον, από την πλευρά των προσφευγόντων υποστηρίχθηκε ότι, η ολοσχερής κατάργηση δώρων και επιδόματος αδείας ήταν απρόσφορη για την επίτευξη των στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή δεν οδήγησε στα επιθυμητά αποτελέσματα, ενώ επιπλέον δεν ήταν και επαρκώς αιτιολογημένη η αναγκαιότητα του συγκεκριμένου μέτρου, καθόσον προ της λήψεώς του δεν εξετάστηκαν άλλα μέτρα για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους, επικαλέστηκαν απόσπασμα έκθεσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), στην οποία αναφέρεται ότι. η Ελλάδα απέτυχε στην προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών της, διότι προχώρησε στη λήψη απρόσφορων μέτρων και δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά τη δομική φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα κάποιες κατηγορίες φορολογουμένων με υψηλά εισοδήματα να συνεχίσουν να μην εισφέρουν ή να μην εισφέρουν αναλογικά με τις δυνάμεις τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος.

Η πλευρά των προσφευγόντων επισήμανε ιδιαίτερα το γεγονός ότι, τα περισσότερα μέτρα προσαρμογής έπληξαν δυσανάλογα τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, για τα εισοδήματα των οποίων μάλιστα υπάρχει πλήρης διαφάνεια. Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε το μέτρο της διαθεσιμότητας, το οποίο έπληξε και πάλι αποκλειστικά τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα. Σε αντιδιαστολή επισημάνθηκε ότι, ο ιδιωτικός τομέας, στον οποίο επικρατούν συνθήκες αδιαφάνειας (π.χ. φοροδιαφυγή, μαύρη εργασία, υπασφάλιση κ.λπ.), επλήγη ελάχιστα από τα ληφθέντα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Μάλιστα οι πληρεξούσιοι των προσφευγόντων χαρακτήρισαν ως ιδιαιτέρως επισφαλή τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρθηκαν από την πλευρά του δημοσίου, αναφορικά με τα μισθολογικά μεγέθη στον ιδιωτικό τομέα, ακριβώς με το επιχείρημα ότι, σε αυτά δεν καταγράφεται η μαύρη εργασία.

Επιπλέον, η πλευρά των προσφευγόντων, απευθυνόμενη προς την Ολομέλεια, επισήμανε ότι - δεδομένου ότι η ρύθμιση για την ολοσχερή κατάργηση των δώρων και του επιδόματος αδείας βρίσκεται στην ίδια διάταξη με αυτή που καθιέρωσε τις περικοπές των συνταξιούχων, τις οποίες, όμως, η Ολομέλεια του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει αντισυνταγματικές - δεν θα ήταν φρόνιμο το δικαστήριο να αποκλίνει από την μέχρι σήμερα νομολογία του, πολύ δε περισσότερο αναφορικά με τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι συγκριτικά με τους συνταξιούχους έχουν τα πολλαπλάσια έξοδα διαβίωσης.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, από την πλευρά των προσφευγόντων υπήρξε η εκτίμηση ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ως αντισυνταγματικές τις περικοπές, η καταβολή των αξιώσεων στους δικαιούχους δεν θα είναι άμεση, αλλά θα εκπληρωθεί σε βάθος χρόνου, γεγονός θα μετριάσεις τις δημοσιονομικές συνέπειες για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί σε περίπου τρεις με τέσσερις μήνες.
 epoli.gr
 
Top