Ελλιπέστατα τα μέτρα ασφάλειας με τις σαϊτες να εκτοξεύονται ανεξέλεγκτα σε απόσταση μόλις 20 μέτρων από το πλήθος παρουσία του δημάρχου Καλαμάτας - O πόλεμος με τις σαΐτες του θανάτου - Διπλό έγκλημα καταγγέλλουν οι βετεράνοι σαϊτομάχοι για τις ευθύνες των Αρχών
Δυο νέα βίντεο-ντοκουμέντο φέρνει στο φως το protothema.gr από το σαϊτοπόλεμο στην Καλαμάτα στον οποίο έχασε τη ζωή του ο εικονολήπτης Κώστα Θεοδωρακάκη.

Όπως θα δείτε στο βιντεοσκοπημένο υλικό 10 δευτερολέπτων που τράβηξε ένας επισκέπτης στην Καλαμάτα από τη στιγμή που φεύγει η σαϊτα και καρφώνεται στο κεφάλι του άτυχου εικονολήπτη, ακολουθούν σκηνές πανικού.


Οι θεατές, καθώς βλέπουν τον 53χρονο καμεραμαν να σωριάζεται στο έδαφος, σχεδόν ποδοπατιούνται προσπαθώντας ενστικτωδώς να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Ακούγονται ουρλιαχτά, φωνές και επικρατεί μεγάλη ένταση ενώ, όπως φαίνεται στο βίντεο, στο χώρο βρίσκεται και ο δήμαρχος Καλαμάτας Παναγιώτης Νίκας.

Στα πλάνα που ακολουθούν και ειδικότερα στο δεύτερο βίντεο, διάρκειας 50 δευτερολέπτων, φαίνεται ξεκάθαρα και το σημείο που στέκεται ο κόσμος, σε απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων από το σημείο που βρίσκονται οι σαϊτομάχοι, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα μέτρα ασφάλειας ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτα.


Όλοι οι θεατές σχεδόν, κυρίως εκείνοι που στέκονται στις πρώτες σειρές, ανάμεσα τους και μικρά παιδιά, είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο. Οι σαϊτες σφυρίζουν κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια τους.

Αν παρακολουθήσετε προσεχτικά το πρώτο βίντεο, στα δεξιά της οθόνης, πίσω από τους κάμεραμαν, θα διαπιστώσετε ότι κλάσματα του δευτερολέπτου πριν συμβεί το μοιραίο ατύχημα, μια άλλη σαϊτα ξεφεύγει από τον πρόχειρα περιφραγμένο χώρο, απογειώνεται προς άγνωστη κατεύθυνση και είναι θαύμα που δεν θρηνήσαμε κι άλλο θύμα εκείνη τη βραδιά



O πόλεμος με τις σαΐτες του θανάτου

Ξημέρωμα στην Εύα Μεσσηνίας. Στο σπίτι του θείου Περικλή, εκεί όπου πέρασα κάποια από τα ωραιότερα Πάσχα των παιδικών μου χρόνων. Οι μνήμες σκάνε μέσα μου σαν βεγγαλικά, έχουν λάμψη και φωνές: «Ελα, μικρή, στην αποθήκη να δεις πώς φτιάχνουνε τ’ αγόρια τις σαΐτες. Οι θείοι σου είναι μάστορες σ’ αυτό. Μην πας όμως πολύ κοντά και μας βρει κάνα κακό». Πηγαίνω κοντά, όσο πιο κοντά μπορώ, ξεγελώντας υποσχέσεις και ενήλικες ματιές. Μυρίζει μπαρούτι και πετρέλαιο, στον αέρα πλανώνται άγνωστες λέξεις όπως «χαρμάνι», «στουπί» και «εγγλέζα» μαζί με στάχτη που κολλάει στα χέρια και στο λευκό φουστάνι της Ανάστασης. Η μάνα μου ουρλιάζει: «Πώς έγινες έτσι, παιδάκι μου; Φύγε από κει, δεν έχω άλλα ρούχα!». Η φωνή του θείου είναι πιο δυνατή: «Ανάψτε τον ξυλόφουρνο να ψήσουμε τις σαΐτες. Εχει υγρασία και το χαρμάνι πρέπει να γίνει δυνατό».


Δευτέρα του Πάσχα, Δευτέρα εκείνων των Πάσχα. Ανεβασμένη στην κερκίδα του γηπέδου, ανάμεσα σε πλήθος κόσμου, χαζεύω αγόρια, άνδρες και παππούδες να σφηνώνουν ένα αναμμένο τσιγάρο στην κορυφή της αΐτας τους και εκείνη να παίρνει μαζί τους φωτιά. Μοιάζουν να καίγονται, φιγούρες στροβιλισμένες σε φλόγες, ο καπνός σβήνει την εικόνα τους, μάτια δακρυσμένα από το τσούξιμο. «Ακου τη σαΐτα πώς μιλάει». Παρατεταμένο χειροκρότημα. «Του χρόνου θα φτιάξουμε και σε σένα μια παιδική». «Μην της λέτε τέτοια! Είναι κορίτσι πράμα. Οι σαΐτες δεν είναι παιχνίδι, είναι όπλο που αν δεν το δουλέψεις σωστά μπορείς να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς...». Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, Πάσχα του 2019, ο πρώτος νεκρός από το χωριό παύει τις φωνές των κατοίκων. Μαζί και εκείνο τον εκκωφαντικό ήχο από τις σαΐτες που έμειναν σβηστές και στοιβαγμένες στο σπίτι του «καπετάνιου»…


Η μοιραία ρουκέτα φεύγει μέσα σε μια πλατεία κατάμεστη από κόσμο: «Το μπαρούτι μάς το προμηθεύει ο δήμος. Ψάξτε να βρείτε πώς το αγοράζουν...»


Ανηφορίζω προς την πλατεία του χωριού και κάθομαι στο καφενείο. Βλέμματα γεμάτα περιέργεια για την ξένη που πίνει μόνη της καφέ, κανείς δεν θέλει την καταγραφή του κακού που χτύπησε τον τόπο του, η απάντηση στο «τίνος είσαι σύ;» ξεκλειδώνει στόματα. Οι πόρτες των αναμνήσεων ανοίγουν η μία μετά την άλλη, τώρα στέκομαι σαν μουσαφίρισσα μέσα στη ζωή «του αδικοχαμένου συγχωριανού μας Κώστα Θεοδωρακάκη». Πλάι μου, μια γυναίκα με δάκρυα στα μάτια θυμάται όσα θέλει να ξεχάσει για να μην πονά: «Ο Κώστας μας, 54 χρονών παλικάρι, το τρίτο από τα τέσσερα αγόρια μιας ζηλευτής οικογένειας, ήταν από τη Νέδουσα, ένα μικρό χωριό στον Ταΰγετο. Η Βάσω, η γυναίκα του, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό μας μέσα σε μια ευυπόληπτη οικογένεια. Ο πατέρας της, ο Σταύρος, ήταν γραμματέας στην Κοινότητα Καλαμαρά και η μητέρα της, η κυρία Ευγενία, δούλευε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Οταν η Βάσω γνωρίστηκε και αγαπήθηκε με τον Κώστα έμειναν για κάποιον καιρό στην Καλαμάτα και λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, του Νεκτάριου, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Η Βάσω εργάστηκε για ένα διάστημα στον δήμο, ο Κώστας έτρεχε όλη μέρα με την κάμερα καταγράφοντας εικόνες και γεγονότα του τόπου μας. Είχε πάθος με τη δουλειά του, έφτιαξε τον ραδιοφωνικό σταθμό Παλμός 90,5 κι ένα site, το messinianews.gr. Το ακόμη μεγαλύτερο πάθος του ήταν ωστόσο τα δύο αγόρια του, ο 17χρονος σήμερα Νεκτάριος και ο 8χρονος Σταύρος.


Ο πρώτος είναι ο καλύτερος μαθητής του τόπου μας, ένα παιδί με μυαλό ξυράφι που όλοι στοιχηματίζουμε στο λαμπρό του μέλλον. Το παιδί αυτό, μαθητής του 19, μαθαίνει μόνο του τρεις γλώσσες, θέλει να γίνει φιλόλογος, είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρει. Σήμερα, στους στόχους του έχουν προστεθεί ακόμη δύο: η δικαίωση για τον θάνατο του πατέρα του και η στήριξη του μικρού αδελφού του. Αυτό επαναλαμβάνει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Ο Νεκτάριος μεταμορφώθηκε μέσα σε μια νύχτα από γιο σε πατέρα και από παιδί στο στήριγμα της οικογένειας. Από τον Κώστα τι να πρωτοθυμηθούμε; Λιγομίλητος, εργατικός, καλός σύζυγος, άριστος πατέρας. Κάθε πρωί ξυπνούσε και το πρώτο του μέλημα ήταν να πάρει τον μικρό από το χέρι, να αγοράσει το κουλούρι του από τον φούρνο και να τον πάει στο σχολείο. Μαζί στο διάβασμα, μαζί στην μπάλα, μαζί στο παιχνίδι, μαζί στα πάντα». Η φωνή της γυναίκας λυγίζει για κλάσματα δευτερολέπτου κι ύστερα επανέρχεται δυναμωμένη από οργή: «Σκοτώσανε τον άνθρωπο! Αφησαν μια γυναίκα χήρα και δυο παιδιά ορφανά. Τι να τις κάνουμε τις συγγνώμες τους; Ποιος θα πληρώσει για εκείνο το βράδυ; Αυτό να μας απαντήσουν».




Εκείνο το βράδυ. Κυριακή του Πάσχα. Στο βόρειο πάρκινγκ της Καλαμάτας διεξάγεται ο καθιερωμένος σαϊτοπόλεμος. Ο εικονολήπτης Κώστας Θεοδωρακάκης καταγράφει με την κάμερά του το γεγονός, η σύζυγός του Βάσω αναμεταδίδει στο site από το σπίτι. Στα μεγάφωνα παίζει Στέλιος Διονυσίου, κατά διαβολική σύμπτωση, το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Σε μερικά δευτερόλεπτα, οι φωτιές του σαϊτοπόλεμου θα τελειώσουν μια ζωή. Είναι λίγο πριν από την ολοκλήρωση της καύσης των σαϊτών από το τρίτο κατά σειρά μπουλούκι, «Οι επίλεκτοι του Αγ. Σίδερη», όταν δύο με τρεις σαΐτες ξεφεύγουν, με τη μία από αυτές να χτυπά στον κρόταφο έναν άνδρα σωριάζοντάς τον στο έδαφος. Η εικόνα ξαφνικά γίνεται μπλε. Η Βάσω παγώνει. Ο ήχος από την κάμερα μεταδίδει τώρα φωνές και σειρήνα ασθενοφόρου. Η γυναίκα καλεί στο κινητό τον Κώστα. Δεν απαντά κανείς. Ο νεκρός άνδρας είναι ο σύζυγός της. Ο εικονολήπτης Κώστας Θεοδωρακάκης.

Πολεμοχαρές DNA ή πολιτεία μπάχαλο;

Κάποιες ώρες αργότερα συλλαμβάνονται ο αρμόδιος δημοτικός σύμβουλος Νίκος Μπασακίδης και έξι ακόμη άτομα από το μπουλούκι «Επίλεκτοι του Αγ. Σίδερη». Ο 62χρονος «καπετάνιος» του μπουλουκιού παίρνει πάνω του την ευθύνη αντιμετωπίζοντας μαζί με τον δημοτικό σύμβουλο την κατηγορία για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

«Ηταν γύρω στις 9 το βράδυ όταν μάθαμε ότι ο νεκρός άνδρας ήταν ο Κώστας και από εκείνη τη στιγμή γνωρίζαμε τα μικροπολιτικά παιχνίδια που θα στηθούν γύρω από το άψυχο κορμί του», λέει ένας άνδρας από την Εύα και συνεχίζει: «Πέρα από αυτό, παγώσαμε όλοι μας από τη δήλωση του δημάρχου μας, Παναγιώτη Νίκα, ότι ‘‘ο σαϊτοπόλεμος είναι καταγεγραμμένος στο DNA των Μεσσηνίων’’».

Πράγματι. Κανείς λογικός νους δεν μπορεί να δεχτεί ότι η αιτία αυτού του τραγικού περιστατικού ήταν το «πολεμοχαρές» DNA των Καλαματιανών και όχι η εγκληματική ανεπάρκεια των ιθυνόντων. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βασίλης, ένας νεαρός από την Εύα: «Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και 180 χρόνια κανείς άνθρωπος δεν έχει χάσει τη ζωή του. Αυτό που συνέβη την Κυριακή του Πάσχα στην Καλαμάτα ήταν διπλό έγκλημα. Κατ’ αρχάς έδωσαν έναν μικρό χώρο μέσα στο κέντρο της πόλης χωρίς το παραμικρό μέτρο ασφαλείας για τον κόσμο. Οι παρευρισκόμενοι είχαν άμεση επαφή με τους σαϊτομάχους, ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βρεθεί στη θέση του Κώστα. Κατά δεύτερον, στα καλαματιανά μπουλούκια, σε αντίθεση με τα επαρχιακά, οι σαϊτομάχοι μπαίνουν όλοι μαζί στο πεδίο κουβαλώντας πάνω τους, μέσα σε ταγάρια, έξτρα σαΐτες. Μία σπίθα να σου φύγει την ώρα που κρατάς την αναμμένη σαΐτα αρκεί για να μετατρέψεις τις υπόλοιπες σε μικρούς πυραύλους έτοιμους να σκοτώσουν. Επιπλέον, οι μισοί και βάλε σαϊτομάχοι είναι τύφλα στο μεθύσι, και πριν τελειώσει η σαΐτα, πριν ολοκληρώσει όλες τις ‘‘φωνές’’ της, την αφήνουν στο έδαφος. Το πράγμα θέλει σοβαρότητα. Από μικρό παιδί ρίχνω σαΐτες και αυτό το έθιμο το αγαπώ. Αν όμως θέλουμε να κρατηθεί πρέπει οι υπεύθυνοι να τιμωρηθούν μπας και οι μάγκες, ή καλύτερα οι ψευτόμαγκες, βάλουν μυαλό».


Με στρατιωτική περιβολή οι σαϊτομάχοι, αληθινοί μαχητές, που πρέπει όμως να τηρούν και στρατιωτική πειθαρχία, ειδικά όταν βάζουν φωτιά στις σαΐτες με το αναμμένο τους τσιγάρο

Οση ώρα μιλά ο Βασίλης, άνδρες του χωριού σχολιάζουν σκωπτικά τη δήλωση περί DNA προσθέτοντας ότι οι νόμιμες δημοτικές αρχές είναι αυτές που με απόφασή τους χρηματοδοτούν κάθε χρόνο το «πολεμοχαρές γονίδιό» τους και μάλιστα με παράνομα μέσα: «Το μπαρούτι μάς το προμηθεύει ο δήμος. Ψάξτε να βρείτε πώς το αγοράζουν από τον μπαρουτά, σε ποιους συλλόγους κόβουν κονδύλια και πού πηγαίνουν τα χρήματα. Το πράγμα χάλασε από τη δεκαετία του ’80, όταν η χρηματοδότηση του εν λόγω εθίμου πέρασε στον δήμο υπό την αιγίδα συλλόγων. Πιο πριν κάναμε μόνοι μας εράνους, ακόμη και η Εκκλησία συμμετείχε σε αυτούς, ρεμούλες δεν γίνονταν ποτέ και πάνω απ’ όλα ήμασταν ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί είχαμε την ευθύνη των πράξεών μας. Ενα μπάχαλο είναι η Πολιτεία, γι’ αυτό μην το ψάχνετε πολύ. Ακούστε τις καμπάνες. Χτυπούν πένθιμα για ένα αθώο θύμα. Σηκωθείτε να πάμε να του πούμε το τελευταίο αντίο...».

Δεν σηκώνομαι. Κάθομαι στην ίδια θέση. Κανείς δημοσιογράφος δεν έχει το δικαίωμα να οικειοποιηθεί επαγγελματικά το τελευταίο αντίο ενός ανθρώπου, όποιος κι ό,τι κι αν το επιτάσσει. Ενας ηλικιωμένος άνδρας κάθεται δίπλα μου. Παραγγέλνει τσίπουρο και μεζέ. «Γράφε», μου λέει. «Στην Καλαμάτα, στη Μεσσήνη και εδώ, στην Εύα, έχουν γίνει κατά καιρούς πολλά ατυχήματα, η μπαρούτη θέλει να τη σέβεσαι, αλλιώς μην την πιάνεις στα χέρια σου. Εχουν κοπεί δάχτυλα, έχουν αφαιρεθεί γεννητικά όργανα, έχουν καεί κορμιά ολόκληρα, έχουν λαμπαδιάσει σπίτια, αποθήκες και αυλές. Υπήρξε φορά που σε κάποια δοκιμή η σαΐτα έσκασε, έφυγε, έσπασε το παντζούρι και το τζάμι και έπεσε δίπλα σε κρεβάτι που κοιμόταν παιδί. Ευτυχώς είχε ξεθυμάνει και δεν έγινε το κακό. Για τα περισσότερα από τα παραπάνω περιστατικά δεν έφταιγε η σαΐτα, αλλά η ανθρώπινη ανοησία και η ψευτομαγκιά. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα αυτοκίνητο χωρίς φρένα και να λες πως δεν θα τρακάρεις ποτέ, πώς δεν θα σκοτώσεις κανέναν.




Από κει και ύστερα ο σαϊτοπόλεμος ήταν και είναι για εμάς εδώ μια μεγάλη γιορτή και η ετοιμασία της σαΐτας μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Εναν μήνα πριν από το Πάσχα αγοράζαμε τα υλικά και ξενυχτούσαμε μερόνυχτα για να τις ‘‘ντύσουμε’’. Παίρναμε ένα φύλλο σκληρό χαρτόνι, το διπλώναμε σε κύλινδρο, κάναμε τον λαιμό. Προμηθευόμασταν το μπαρούτι, την εγγλέζα, τους περμανίτες. Για δύο καλές σαΐτες θέλαμε ένα κιλό μπαρούτι, κάποια γραμμάρια εγγλέζα, πετρέλαιο και στάχτη. Ολα αυτά τα ανακατεύαμε, τα τρίβαμε και μετά τα περνάγαμε από το κόσκινο για να γίνει ένα τέλειο μείγμα. Το αφήναμε και στέγνωνε για κάποια ώρα και μετά ξεκίναγε το γέμισμα. Δέκα μέρες κάναμε δοκιμές στις αυλές των σπιτιών και στον χώρο του συνεργείου για να πετύχουμε το τέλειο χαρμάνι, να μη σπάνε οι σαΐτες. Ατυχήματα υπήρχαν και σε αυτές τις δοκιμές, και αυτά από δικά μας λάθη. Οταν μιλάει ο “καπετάνιος” πρέπει να έχεις στρατιωτική πειθαρχία. Ο σαϊτοπόλεμος δεν είναι χαβαλές, είναι, όπως λέει η ίδια η λέξη, “πόλεμος’’ και οφείλεις να είσαι στρατιώτης».

Το βλέμμα του και ο λόγος του κατευθύνονται τώρα προς έναν άνδρα που πλησιάζει στο τραπέζι μας: «Πες τα κι εσύ, ρε Τάκη, εσύ που ’χεις καεί! Ετσι δεν είναι;». Ο άνδρας κουνάει το κεφάλι καταφατικά και προστίθεται στην παρέα μας. «Ετσι είναι», λέει και συνεχίζει: «Από παιδάκι ήθελα να μπω σε μπουλούκι, να μάθω τα μυστικά της καλής σαΐτας, όπως και όλα τα παιδιά εδώ. Αυτό έγινε μετά από πολλά χρόνια χαμαλικιού. Την πρώτη μου σαΐτα την έριξα στα 20. Το μεγάλο ατύχημα το έπαθα στα 27 μου. Ηταν πολύ δυνατό το χαρμάνι, έσκασε στα χέρια μου, λαμπάδιασα ολόκληρος. Ενας φίλος με άρπαξε και με πήγε στο νοσοκομείο. Εμεινα μέσα για περίπου μισό μήνα. Οι πόνοι αφόρητοι, οι γιατροί δεν ήξεραν τι να κάνουν, με έσωσε μια αλοιφή που έφτιαχναν οι παλιές από φλοιό κουρφοξυλιάς μαζί με καθαρό κερί, μοσχολίβανο και λάδι. Η πέτσα μου άρχισε να ξαναγεννιέται μετά από έξι μήνες. Φέτος ήθελα να ξαναρίξω με κάποιο από τα μπουλούκια της Καλαμάτας, αλλά δεν με άφησε η πολλή δουλειά».

Οι δύο άνδρες σηκώνονται από το τραπέζι. Ο ηλικιωμένος αφήνει στα χέρια μου μια σελίδα «φυλαγμένη από τα παλιά»: «Διάβασε για να μάθεις τι ήταν από πάντα για εμάς ο σαϊτοπόλεμος». Διαβάζω: «Μη μου πείτε σεις οι ξένοι, οι παρεπιδημούντες εις την ένδοξον και πεφημισμένην Καλαμάτα, ότι ο Σαϊτοπόλεμος είναι βάρβαρον και αναχρονιστικόν έθιμον; Αλτ! Ως εδώ και μη παρέκει. Βλασφημείτε, εάν τολμήσετε να εκφέρετε τοιούτον αφορισμόν κατά τας Σαΐτας. Κάθε Καλαματιανός θα σας ελεεινολογήση και θα σας οικτείρη εάν υποτιμήσετε εις τοιούτον βαθμόν την Σαΐταν. Για μας τους Μεσσήνιους η Σαΐτα είναι μια παράδοσις γεμάτη ποίηση και ομορφιά, η Σαΐτα είναι θρησκεία. Οφείλετε λοιπόν εσείς οι ξένοι να προσαρμοσθείτε με το περιβάλλον και να υμνήσετε και σεις μαζί μας την Σαΐτα και τους Σαϊτολόγους. Εμείς, κύριοι ξένοι, εναβρυνόμεθα διά την παράδοσιν του Σαϊτοπολέμου. Η Σαΐτα είναι η θρησκεία μας, η ομορφιά μας, η ψυχαγωγία μας. Αδιαφορούμε διά τας κρίσεις σας». «Ωδή στον Σαϊτοπόλεμο» (εφημ. «Σημαία» Καλαμάτας, φύλλο 19/4/1933).



Ο Ιούδας που δεν κάηκε

Ο Μαρίνος Χαρμπίλας, σαϊτομάχος από τα 20 του χρόνια, μας δείχνει τον άκαυτο Ιούδα που έμεινε στην αποθήκη του χωριού: «Εδώ στην Εύα, το έθιμο γίνεται τη Δευτέρα του Πάσχα. Ο θάνατος του Κώστα δεν το επέτρεψε για φέτος. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που το χωριό σιωπά. Η πρώτη ήταν για μεγάλο διάστημα από το 1969 έως το 1975, όταν ο σαϊτοπόλεμος απαγορεύτηκε από τον εισαγγελέα Λεωνίδα Παπακαρυά, κάτι που προκάλεσε μέχρι και διαδηλώσεις στην πόλη»



Η κηδεία του Κώστα έχει μόλις τελειώσει. Το καφενείο γεμίζει με συγγενείς του, καμιά θέση δεν έχω ανάμεσά τους. Ανηφορίζω τον δρόμο προς την εκκλησία, ο θείος Μαρίνος με τραβάει σε μια μικρή αποθήκη για να δω τον Ιούδα που δεν κάηκε και τις σαΐτες που δεν έσκασαν φέτος στο χωριό λόγω πένθους: «Εδώ στην Εύα, το έθιμο γίνεται τη Δευτέρα του Πάσχα. Ο θάνατος του Κώστα δεν το επέτρεψε για φέτος. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που το χωριό σιωπά. Η πρώτη ήταν για μεγάλο διάστημα από το 1969 έως το 1975 όταν ο σαϊτοπόλεμος απαγορεύτηκε από τον εισαγγελέα Λεωνίδα Παπακαρυά, κάτι που προκάλεσε μέχρι και διαδηλώσεις στην πόλη. Κοίταξε, εδώ είναι οι σαΐτες. Και αυτός είναι ο Ιούδας. Ενας σκελετός από ξύλο που ολόγυρά του δένουν 20 σαΐτες και 20 βαρελότα, όλα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο κρότος που κάνει τραντάζει ολόκληρο το χωριό».

Τον ρωτάω αν θα τον κάψουν κάποτε ή αν μετά το τραγικό περιστατικό το έθιμο αυτό θα σωπάσει για πάντα μαζί με τις σαΐτες: «Οπως οι περισσότεροι εδώ, έτσι και εγώ δεν νομίζω ότι τα έθιμα πρέπει να σβήνουν. Με αυτή τη λογική θα πρέπει να καταργήσουμε και τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου της απελευθέρωσης της πόλης από τον τουρκικό ζυγό που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στις 23 Μαρτίου. Εκεί να δεις τι πιστολιές πέφτουνε, τι πανικός γίνεται. Θα πρέπει επίσης να καταργηθούν και πάρα πολλά παρόμοια έθιμα σε Κρήτη, Μάνη, Χίο και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και να παραμείνουμε ζωντανοί, είναι να λαμβάνονται τόσο από εμάς τους ίδιους όσο και από την πολιτεία, μέτρα ασφαλείας». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο κ. Δημήτρης Κουλέτσης, σύμφωνα με τον οποίο: «Οπως λέγεται, οι σαΐτες ξεκίνησαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και είχαν ως στόχο τα επελαύνοντα άτια του Ιμπραήμ. Στη συνέχεια, ο σαϊτοπόλεμος επικράτησε ως λαϊκό έθιμο που κρατάει εδώ και πάρα πολλά χρόνια και για το οποίο ουδέποτε υπήρξε κάποια συλλογική αντίδραση. Οχι, δεν είμαι υπέρ του να καταργούμε έθιμα όπως αυτό του σαϊτοπόλεμου. Η κατάργηση οποιουδήποτε πράγματος ενέχει έναν βαθμό επικινδυνότητας, είναι σχεδόν ουτοπική. Σε όλα πρέπει να υπάρχουν αρχές και κανόνες».


Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Το ραδιόφωνο είναι συντονισμένο στον Παλμό 90,5. Οι φωνές σώπασαν, οι απόψεις μόνοιασαν, οι δηλώσεις εξαντλήθηκαν σε προεκλογικές φιέστες φθηνού εντυπωσιασμού, οι επίσημοι αποχώρησαν, το χωριό άδειασε όχι από τους επισκέπτες, αλλά από το άδικο φευγιό του Κώστα. Κάνω ν’ αλλάξω σταθμό. Δεν πιάνει κανείς άλλος. Η πένθιμη μουσική που εκπέμπει αρκεί για να κάψει πολλές συνειδήσεις...


Μαρτυρίες






Ο Τάκης, που στα 27 του λαμπάδιασε ολόκληρος: «Από παιδάκι ήθελα να μπω σε μπουλούκι, να μάθω τα μυστικά της καλής σαΐτας, όπως και όλα τα παιδιά εδώ. Την πρώτη μου σαΐτα την έριξα στα 20. Το μεγάλο ατύχημα το έπαθα στα 27 μου. Ηταν πολύ δυνατό το χαρμάνι, έσκασε στα χέρια μου, λαμπάδιασα ολόκληρος. Ενας φίλος με άρπαξε και με πήγε στο νοσοκομείο. Εμεινα μέσα για περίπου μισό μήνα. Οι πόνοι αφόρητοι, οι γιατροί δεν ήξεραν τι να κάνουν, με έσωσε μια αλοιφή που έφτιαχναν οι παλιές από φλοιό κουρφοξυλιάς μαζί με καθαρό κερί, μοσχολίβανο και λάδι. Η πέτσα μου άρχισε να ξαναγεννιέται μετά από έξι μήνες»






Αντίθετος με την κατάργηση του εθίμου, αλλά αμετάπειστος ως προς την επιβολή κανόνων είναι ο Δημήτρης Κουλέτσης, ο οποίος πιστεύει ότι με αυτή τη λογική θα πρέπει να καταργηθούν και πολλά παρόμοια έθιμα σε Κρήτη, Μάνη, Χίο και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας: «Οι σαΐτες είχαν ως στόχο τα άτια του Ιμπραήμ. Ο σαϊτοπόλεμος επικράτησε ως λαϊκό έθιμο. Οχι, δεν είμαι υπέρ του να καταργούμε έθιμα όπως αυτό του σαϊτοπολέμου. Αλλά πρέπει να υπάρχουν αρχές και κανόνες»




Ενας ηλικιωμένος άνδρας κάθεται δίπλα μου, παραγγέλνει τσίπουρο και μεζέ. «Γράφε», μου λέει. «Στην Καλαμάτα, στη Μεσσήνη και εδώ, στην Εύα, έχουν γίνει κατά καιρούς πολλά ατυχήματα, η μπαρούτη θέλει να τη σέβεσαι, αλλιώς μην την πιάνεις στα χέρια σου. Εχουν κοπεί δάχτυλα, έχουν αφαιρεθεί γεννητικά όργανα, έχουν καεί κορμιά ολόκληρα, έχουν λαμπαδιάσει σπίτια, αποθήκες και αυλές. Υπήρξε φορά που σε κάποια δοκιμή η σαΐτα έσκασε, έφυγε, έσπασε το παντζούρι και το τζάμι και έπεσε δίπλα σε κρεβάτι που κοιμόταν παιδί. Ευτυχώς είχε ξεθυμάνει και δεν έγινε το κακό. Για τα περισσότερα από τα περιστατικά δεν έφταιγε η σαΐτα, αλλά η ανθρώπινη ανοησία και η ψευτομαγκιά»

 
Top