Όταν ο Στάνλεϊ Χο Χουνγκ-σουν, ο άντρας που έκανε το Μακάο παγκόσμια Μέκκα για τα τυχερά παιχνίδια, πέθανε σε ηλικία 98 ετών αυτήν την
εβδομάδα, η αξία του ήταν περίπου 14,9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πριν, όμως, ο Χο φτιάξει το Μακάο, έπρεπε να ασχοληθεί με τον εαυτό του
Γεννημένος το 1921, ο Χο τα βρήκε δύσκολα από πολύ νέος καθώς ο πατέρας του έφυγε στη Σαϊγκόν, αφού η επιχείρησή του κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Λίγο αργότερα ξέσπασε ο Β ‘Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Βρετανία και η Αμερική κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία. Ο ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στη βρετανική αποικία του Χονγκ Κονγκ όπου, παρά την έντονη αντίσταση, η πόλη έπεσε την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ο Χο, ο οποίος είχε εργαστεί ως υπεύθυνος αεροπορικών επιδρομών, πέταξε τη στολή του επειδή φοβόταν μήπως εκτελεστεί καθώς το Χονγκ Κονγκ τέθηκε υπό ιαπωνική κυριαρχία.
Αλλά σε αντίθεση με τους χιλιάδες που πέθαναν από την πείνα, στη μάχη ή στα χέρια των Ιαπώνων, ο Χο είχε επιλογές.
Ο μεγάλος θείος του ήταν ο Σερ Ρόμπερτ, ο πλούσιος έμπορος, ο οποίος ήταν ο πρώτος Κινέζος που έζησε σε μια πλούσια συνοικία του Χόνγκ Κόνγκ όπου είχαν δικαίωμα να διαμένουν μόνο οι Δυτικοί.
Τη δεκαετία του 1940, ο Σερ Ρόμπερτ ζούσε στο Μακάο, και κάλεσε τον Χο, ο οποίος τότε ήταν 20 ετών, να τον επισκεφτεί στην πορτογαλική αποικία όπου τον περίμεναν πολλές ευκαιρίες.
Στη δεκαετία του 1990, ο Χο είπε στον ιστορικό Philip Snow, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για την πτώση του Χονγκ Κονγκ και την ιαπωνική κατοχή: «Έβγαλα πολλά χρήματα από τον πόλεμο», όπως μεταδίδει το CNN.
Δείτε πώς το έκανε.
Μακάο: Η πόλη της Ειρήνης
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, με το μεγαλύτερο μέρος της Κίνας υπό ιαπωνικό έλεγχο, το Μακάο βρέθηκε σε μια μοναδική θέση.
Η Πορτογαλία παρέμεινε ουδέτερη στον πόλεμο, μέχρι το 1944, και ως εκ τούτου, το Μακάο θεωρήθηκε επίσης ουδέτερο έδαφος.
Ωστόσο, η Ιαπωνία έλεγχε τις θάλασσες και τα λιμάνια γύρω από το Μακάο. Αυτό σήμαινε ότι το Μακάο έπρεπε να συνεργαστεί με τους Ιάπωνες για να επιτρέψει την είσοδο τροφίμων και προμηθειών στην αποικία.
Για τους Teixeira και Lobo (οι διοικητές του Μακάο), ήταν ένα ζήτημα λεπτής ισορροπίας μεταξύ της διατήρησης της ουδέτερης ακεραιότητας της περιοχής και της αποφυγής ανοιχτής συνεργασίας με τους Ιάπωνες.
Οι συνθήκες του πολέμου ήταν δύσκολες στο Μακάο. Οι προμήθειες τροφίμων ήταν λίγες, ο πληθωρισμός κάλπαζε, ενώ η αποικία έπρεπε να ανταποκριθεί και στη διαχείρισή ενός αυξανόμενου αριθμού Κινέζων και Ευρωπαίων προσφύγων. Την ίδια στιγμή το λαθρεμπόριο και η μαύρη αγορά άνθιζαν.
Για να λύσει αυτά τα προβλήματα, ο Lobo δημιούργησε τη Συνεργατική Εταιρεία του Μακάο (CCM) και ρώτησε τον Σερ Ρόμπερτ αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να εμπιστευτεί να εργαστεί ως επικεφαλής της εταιρείας.
Ο Σερ Ρόμπερτ συνέστησε τον Χο.
Το CCM ήταν αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό ίδρυμα στο Μακάο κατά τη διάρκεια του πολέμου -κράτησε την αποικία ζωντανή.
Ο κύριος ρόλος του ήταν να διατηρήσει το Μακάο οικονομικά ζωντανό, ικανό να ανατροφοδοτείται και να ισορροπήσει την ευαίσθητη σχέση με τους Ιάπωνες.
Το ένα τρίτο της αποικίας ανήκε στον Lobo, το άλλο τρίτο στις πλουσιότερες πορτογαλικές οικογένειες του Μακάο, και το τελευταίο τρίτο ανήκε στον ιαπωνικό στρατό.
Ο Χο ήξερε την κατάσταση όταν μπήκε στην εταιρεία.
Σε μια συνέντευξη στους Financial Times πάνω από μισό αιώνα αργότερα, ο Χο είπε: «Ήμουν υπεύθυνος για ένα σύστημα ανταλλαγής, βοηθώντας την κυβέρνηση του Μακάο να ανταλλάξει μηχανήματα και εξοπλισμό με τους Ιάπωνες, σε αντάλλαγμα για ρύζι, ζάχαρη, φασόλια.
«Ήμουν τότε ημι-κυβερνητικός αξιωματούχος. Ήμουν ο μεσάζων» είπε.
Ο βασιλιάς της κηροζίνης
Ως γραμματέας της CMM, ο Χο εξουσιοδοτήθηκε από τον Lobo να κρατήσει το Μακάο οικονομικά ζωντανό με εμπόριο για οτιδήποτε είχε να προσφέρει το νησί.
Ο Χο έπρεπε να ταξιδεύει τακτικά με πλοίο για να κάνει τις πληρωμές και να λάβει τα αγαθά ώστε να τα επιστρέψει στο Μακάο.
Η δουλειά του περιελάμβανε τον έλεγχο των πορτογαλικών αρχών, του ιαπωνικού στρατού, των συμμοριών και των διαφόρων φατριών της Κίνας.
Στα απομνημονεύματα του, ο Χο γράφει ότι το πρώτο και πιο επείγον μέλημα του ήταν να μάθει Πορτογαλικά και Ιαπωνικά επειδή η δουλειά του ήταν να παζαρεύει μαζί τους.
Το εμπόριο σε ρύζι, λαχανικά, φασόλια, αλεύρι, ζάχαρη και άλλες προμήθειες μεταξύ της γαλλικής Ινδο-Κίνας και του Μακάο, κατά μήκος των ακτών της νότιας Κίνας και γύρω από το νησί Hainan, σήμαινε την αποφυγή πειρατικών συμμοριών που απειλούσαν να κλέψουν είτε τον χρυσό (ως πληρωμή) είτε το εμπόρευμα στο ταξίδι της επιστροφής.
Οι εθνικιστές κινεζικοί ή κομμουνιστές αντάρτες ήθελαν επίσης να πάρουν τις προμήθειες ή τον χρυσό για τον εαυτό τους, και πολλοί είδαν τις δραστηριότητες του CCM ως συνεργασία με τον εχθρό.
Περίπου εκείνη την περίοδο, ο Χο άνοιξε ένα εργοστάσιο κηροζίνης όταν ο εφοδιασμός με καύσιμα ήταν σε χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τον Joe Studwell, ο οποίος πραγματοποίησε πολλές συνεντεύξεις με τους συγγενείς του Χo για το βιβλίο του «Asian Godfathers.»
Προς το τέλος του πολέμου, η Αμερική – ανησυχώντας ότι η Ιαπωνία θα λάμβανε τον πλήρη έλεγχο του Μακάο και θα το χρησιμοποιούσε ως βάση για την υπεράσπιση της νότιας Κίνας και του Χονγκ Κονγκ – βομβάρδισε τον τερματικό σταθμό βενζίνης του Μακάο στις αρχές του 1945 για σταματήσει την προμήθεια καυσίμων στο ιαπωνικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία.
Η επίθεση αυτή «έσβησε» τη μόνη εναλλακτική πηγή κηροζίνης του Μακάο, με αποτέλεσμα ο Χο να αναλαμβάνει στην ουσία ένα μονοπώλιο.
Η αμφισβήτηση
Μετά τον πόλεμο, ο Χο αντιμετώπισε δριμεία κριτική ότι είχε συνεργαστεί με τους Ιάπωνες.
Η εθνικιστική κυβέρνηση της Κίνας, η οποία πολέμησε σκληρά το Τόκιο από το 1937, θεώρησε ότι οι επιχειρηματικές συναλλαγές του Χο και της CMM ήταν προδοτικές και υποστήριζαν τον πόλεμο της Ιαπωνίας με την Κίνα.
Κινέζοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να συλλάβουν τον Χο για συνεργασία με τον εχθρό, αλλά, η πορτογαλική αποικιακή αστυνομία τον προστάτευε.
Στα τέλη του 1945, ο Χο ήταν πολύ γνωστός και πολύ σημαντικός για την οικονομία του Μακάο, για να τον παραδώσει η πορτογαλική κυβέρνηση στην Κίνα.
Προς υπεράσπιση του, ο Χο έγραψε ότι όταν ρώτησε γιατί πρέπει να συνεργαστεί με τους Ιάπωνες, δεδομένης της κατάστασης με τους Κινέζους, ισχυρίστηκε ότι του είπαν πως «είναι εντολή της πορτογαλικής κυβέρνησης» και ότι «χωρίς φαγητό οι άνθρωποι του Μακάο θα λιμοκτονήσουν».
Μετά τον πόλεμο
Μέχρι το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάνλεϋ Χο είχε αποκτήσει τέσσερα ζωτικά πράγματα – πρώτον, εξασφάλισε μια δια βίου σχέση με τον Lobo, το μεγάλο ανεπίσημο αφεντικό του Μακάο.
Δεύτερο, το 1942, παντρεύτηκε την κόρη μιας πλούσιας Πορτογαλικής οικογένειας, προσφέροντάς του προστασία και κοινωνική καταξίωση.
Τρίτον, συγκέντρωσε μια περιουσία και ήταν εκατομμυριούχος σε ηλικία 24 ετών.
Τέταρτον, ίδρυσε επιχειρήσεις στον τομέα του εμπορίου ρυζιού, της κηροζίνης και των κατασκευών.
Μετά το 1945, ο Χο επέστρεψε στο Χονγκ Κονγκ κάνοντας στρατηγικές επενδύσεις, αγοράζοντας ένα πλοίο για να ξεκινήσει η πρώτη μεταπολεμική υπηρεσία πορθμείων.
Είχε μετρητά, κοινωνική θέση, οικογένεια και καλούς φίλους σε χρήσιμες θέσεις.
Ήταν έτοιμος να αναδομήσει το Μακάο και να επενδύσει μεγάλα ποσά στο μεταπολεμικό Χονγκ Κονγκ.
«Το Μακάο ήταν παράδεισος κατά τη διάρκεια του πολέμου» έγραψε στα απομνημονεύματα του.
εβδομάδα, η αξία του ήταν περίπου 14,9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πριν, όμως, ο Χο φτιάξει το Μακάο, έπρεπε να ασχοληθεί με τον εαυτό του
Γεννημένος το 1921, ο Χο τα βρήκε δύσκολα από πολύ νέος καθώς ο πατέρας του έφυγε στη Σαϊγκόν, αφού η επιχείρησή του κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Λίγο αργότερα ξέσπασε ο Β ‘Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Βρετανία και η Αμερική κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία. Ο ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στη βρετανική αποικία του Χονγκ Κονγκ όπου, παρά την έντονη αντίσταση, η πόλη έπεσε την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ο Χο, ο οποίος είχε εργαστεί ως υπεύθυνος αεροπορικών επιδρομών, πέταξε τη στολή του επειδή φοβόταν μήπως εκτελεστεί καθώς το Χονγκ Κονγκ τέθηκε υπό ιαπωνική κυριαρχία.
Αλλά σε αντίθεση με τους χιλιάδες που πέθαναν από την πείνα, στη μάχη ή στα χέρια των Ιαπώνων, ο Χο είχε επιλογές.
Ο μεγάλος θείος του ήταν ο Σερ Ρόμπερτ, ο πλούσιος έμπορος, ο οποίος ήταν ο πρώτος Κινέζος που έζησε σε μια πλούσια συνοικία του Χόνγκ Κόνγκ όπου είχαν δικαίωμα να διαμένουν μόνο οι Δυτικοί.
Τη δεκαετία του 1940, ο Σερ Ρόμπερτ ζούσε στο Μακάο, και κάλεσε τον Χο, ο οποίος τότε ήταν 20 ετών, να τον επισκεφτεί στην πορτογαλική αποικία όπου τον περίμεναν πολλές ευκαιρίες.
Στη δεκαετία του 1990, ο Χο είπε στον ιστορικό Philip Snow, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για την πτώση του Χονγκ Κονγκ και την ιαπωνική κατοχή: «Έβγαλα πολλά χρήματα από τον πόλεμο», όπως μεταδίδει το CNN.
Δείτε πώς το έκανε.
Μακάο: Η πόλη της Ειρήνης
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, με το μεγαλύτερο μέρος της Κίνας υπό ιαπωνικό έλεγχο, το Μακάο βρέθηκε σε μια μοναδική θέση.
Η Πορτογαλία παρέμεινε ουδέτερη στον πόλεμο, μέχρι το 1944, και ως εκ τούτου, το Μακάο θεωρήθηκε επίσης ουδέτερο έδαφος.
Ωστόσο, η Ιαπωνία έλεγχε τις θάλασσες και τα λιμάνια γύρω από το Μακάο. Αυτό σήμαινε ότι το Μακάο έπρεπε να συνεργαστεί με τους Ιάπωνες για να επιτρέψει την είσοδο τροφίμων και προμηθειών στην αποικία.
Για τους Teixeira και Lobo (οι διοικητές του Μακάο), ήταν ένα ζήτημα λεπτής ισορροπίας μεταξύ της διατήρησης της ουδέτερης ακεραιότητας της περιοχής και της αποφυγής ανοιχτής συνεργασίας με τους Ιάπωνες.
Οι συνθήκες του πολέμου ήταν δύσκολες στο Μακάο. Οι προμήθειες τροφίμων ήταν λίγες, ο πληθωρισμός κάλπαζε, ενώ η αποικία έπρεπε να ανταποκριθεί και στη διαχείρισή ενός αυξανόμενου αριθμού Κινέζων και Ευρωπαίων προσφύγων. Την ίδια στιγμή το λαθρεμπόριο και η μαύρη αγορά άνθιζαν.
Για να λύσει αυτά τα προβλήματα, ο Lobo δημιούργησε τη Συνεργατική Εταιρεία του Μακάο (CCM) και ρώτησε τον Σερ Ρόμπερτ αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να εμπιστευτεί να εργαστεί ως επικεφαλής της εταιρείας.
Ο Σερ Ρόμπερτ συνέστησε τον Χο.
Το CCM ήταν αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό ίδρυμα στο Μακάο κατά τη διάρκεια του πολέμου -κράτησε την αποικία ζωντανή.
Ο κύριος ρόλος του ήταν να διατηρήσει το Μακάο οικονομικά ζωντανό, ικανό να ανατροφοδοτείται και να ισορροπήσει την ευαίσθητη σχέση με τους Ιάπωνες.
Το ένα τρίτο της αποικίας ανήκε στον Lobo, το άλλο τρίτο στις πλουσιότερες πορτογαλικές οικογένειες του Μακάο, και το τελευταίο τρίτο ανήκε στον ιαπωνικό στρατό.
Ο Χο ήξερε την κατάσταση όταν μπήκε στην εταιρεία.
Σε μια συνέντευξη στους Financial Times πάνω από μισό αιώνα αργότερα, ο Χο είπε: «Ήμουν υπεύθυνος για ένα σύστημα ανταλλαγής, βοηθώντας την κυβέρνηση του Μακάο να ανταλλάξει μηχανήματα και εξοπλισμό με τους Ιάπωνες, σε αντάλλαγμα για ρύζι, ζάχαρη, φασόλια.
«Ήμουν τότε ημι-κυβερνητικός αξιωματούχος. Ήμουν ο μεσάζων» είπε.
Ο βασιλιάς της κηροζίνης
Ως γραμματέας της CMM, ο Χο εξουσιοδοτήθηκε από τον Lobo να κρατήσει το Μακάο οικονομικά ζωντανό με εμπόριο για οτιδήποτε είχε να προσφέρει το νησί.
Ο Χο έπρεπε να ταξιδεύει τακτικά με πλοίο για να κάνει τις πληρωμές και να λάβει τα αγαθά ώστε να τα επιστρέψει στο Μακάο.
Η δουλειά του περιελάμβανε τον έλεγχο των πορτογαλικών αρχών, του ιαπωνικού στρατού, των συμμοριών και των διαφόρων φατριών της Κίνας.
Στα απομνημονεύματα του, ο Χο γράφει ότι το πρώτο και πιο επείγον μέλημα του ήταν να μάθει Πορτογαλικά και Ιαπωνικά επειδή η δουλειά του ήταν να παζαρεύει μαζί τους.
Το εμπόριο σε ρύζι, λαχανικά, φασόλια, αλεύρι, ζάχαρη και άλλες προμήθειες μεταξύ της γαλλικής Ινδο-Κίνας και του Μακάο, κατά μήκος των ακτών της νότιας Κίνας και γύρω από το νησί Hainan, σήμαινε την αποφυγή πειρατικών συμμοριών που απειλούσαν να κλέψουν είτε τον χρυσό (ως πληρωμή) είτε το εμπόρευμα στο ταξίδι της επιστροφής.
Οι εθνικιστές κινεζικοί ή κομμουνιστές αντάρτες ήθελαν επίσης να πάρουν τις προμήθειες ή τον χρυσό για τον εαυτό τους, και πολλοί είδαν τις δραστηριότητες του CCM ως συνεργασία με τον εχθρό.
Περίπου εκείνη την περίοδο, ο Χο άνοιξε ένα εργοστάσιο κηροζίνης όταν ο εφοδιασμός με καύσιμα ήταν σε χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τον Joe Studwell, ο οποίος πραγματοποίησε πολλές συνεντεύξεις με τους συγγενείς του Χo για το βιβλίο του «Asian Godfathers.»
Προς το τέλος του πολέμου, η Αμερική – ανησυχώντας ότι η Ιαπωνία θα λάμβανε τον πλήρη έλεγχο του Μακάο και θα το χρησιμοποιούσε ως βάση για την υπεράσπιση της νότιας Κίνας και του Χονγκ Κονγκ – βομβάρδισε τον τερματικό σταθμό βενζίνης του Μακάο στις αρχές του 1945 για σταματήσει την προμήθεια καυσίμων στο ιαπωνικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία.
Η επίθεση αυτή «έσβησε» τη μόνη εναλλακτική πηγή κηροζίνης του Μακάο, με αποτέλεσμα ο Χο να αναλαμβάνει στην ουσία ένα μονοπώλιο.
Η αμφισβήτηση
Μετά τον πόλεμο, ο Χο αντιμετώπισε δριμεία κριτική ότι είχε συνεργαστεί με τους Ιάπωνες.
Η εθνικιστική κυβέρνηση της Κίνας, η οποία πολέμησε σκληρά το Τόκιο από το 1937, θεώρησε ότι οι επιχειρηματικές συναλλαγές του Χο και της CMM ήταν προδοτικές και υποστήριζαν τον πόλεμο της Ιαπωνίας με την Κίνα.
Κινέζοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να συλλάβουν τον Χο για συνεργασία με τον εχθρό, αλλά, η πορτογαλική αποικιακή αστυνομία τον προστάτευε.
Στα τέλη του 1945, ο Χο ήταν πολύ γνωστός και πολύ σημαντικός για την οικονομία του Μακάο, για να τον παραδώσει η πορτογαλική κυβέρνηση στην Κίνα.
Προς υπεράσπιση του, ο Χο έγραψε ότι όταν ρώτησε γιατί πρέπει να συνεργαστεί με τους Ιάπωνες, δεδομένης της κατάστασης με τους Κινέζους, ισχυρίστηκε ότι του είπαν πως «είναι εντολή της πορτογαλικής κυβέρνησης» και ότι «χωρίς φαγητό οι άνθρωποι του Μακάο θα λιμοκτονήσουν».
Μετά τον πόλεμο
Μέχρι το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάνλεϋ Χο είχε αποκτήσει τέσσερα ζωτικά πράγματα – πρώτον, εξασφάλισε μια δια βίου σχέση με τον Lobo, το μεγάλο ανεπίσημο αφεντικό του Μακάο.
Δεύτερο, το 1942, παντρεύτηκε την κόρη μιας πλούσιας Πορτογαλικής οικογένειας, προσφέροντάς του προστασία και κοινωνική καταξίωση.
Τρίτον, συγκέντρωσε μια περιουσία και ήταν εκατομμυριούχος σε ηλικία 24 ετών.
Τέταρτον, ίδρυσε επιχειρήσεις στον τομέα του εμπορίου ρυζιού, της κηροζίνης και των κατασκευών.
Μετά το 1945, ο Χο επέστρεψε στο Χονγκ Κονγκ κάνοντας στρατηγικές επενδύσεις, αγοράζοντας ένα πλοίο για να ξεκινήσει η πρώτη μεταπολεμική υπηρεσία πορθμείων.
Είχε μετρητά, κοινωνική θέση, οικογένεια και καλούς φίλους σε χρήσιμες θέσεις.
Ήταν έτοιμος να αναδομήσει το Μακάο και να επενδύσει μεγάλα ποσά στο μεταπολεμικό Χονγκ Κονγκ.
«Το Μακάο ήταν παράδεισος κατά τη διάρκεια του πολέμου» έγραψε στα απομνημονεύματα του.