«Όπως πάει, ή από κορονοϊό θα πάμε ή από πείνα!». Εντελώς απλουστευτική η ατάκα που κυκλοφορεί τις τελευταίες ημέρες αλλά σε αυτήν έχει αρχίσει να συμπυκνώνεται η λαϊκή θυμοσοφία λόγω των αδιεξόδων που διαμορφώνονται στο μέτωπο της πανδημίας. Ήδη από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ξεκίνησαν  οι νέες απαγορεύσεις που ανακοίνωσε σε εκείνο το  διάγγελμά του ο Κ. Μητσοτάκης με εντελώς αβέβαια ωστόσο τα αποτελέσματα ενώ την ίδια ώρα η οικονομία βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ύφεση.

Μπορεί απέναντί της να έχει μια ευνουχισμένη αντιπολίτευση η οποία αναζητά πρόσκαιρες διεξόδους με κινήσεις όπως η πρόταση δυσπιστίας εναντίον του υπουργού Οικονομικών, η κυβέρνηση βρίσκεται όμως εγκλωβισμένη σε καθαρά δικά της αδιέξοδα από τα οποία όσο προσπαθεί να βγει τόσο πιο πολύ εγκλωβίζεται. Η διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού είναι ένα από αυτά καθώς μάλιστα έχει προηγηθεί η επιτυχής αντιμετώπιση του πρώτου κύματος, θέτοντας έτσι πολύ ψηλά τον πήχη για την παρούσα συγκυρία.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κυβέρνηση είναι όμηρος της προηγούμενης επιτυχίας της. Όντως οι ελληνικές επιδόσεις στη διάρκεια της άνοιξης την ώρα που υπήρχε ευρωπαϊκή υπερέξαρση δημιούργησαν μια αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια η οποία όμως τώρα καταρρέει οδηγώντας ακόμη και στο άλλο άκρο, αυτό της γραφικότητας. «Ευτυχώς που στο τιμόνι της διακυβέρνησης βρίσκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο οποίος είναι ένας και μοναδικός» είπε για παράδειγμα, από το βήμα της Βουλής, θυμίζοντας άλλες εποχές ο υφυπουργός Υγείας Β. Κοντοζαμάνης.

Μπορεί ο υφυπουργός -στον οποίο ανατέθηκε πριν από λίγο καιρό ο κύριος ρόλος στον τομέα της υγείας για τον κορονοϊό- να έκαψε λιβανωτό για τον πρωθυπουργό εν όψει και του ανασχηματισμού, αλλά είναι γεγονός ότι αυτή η “μοναδικότητα” του κ. Μητσοτάκη τείνει να αποτελέσει τη μετεξέλιξη του “επιτελικού κράτους” που εγκαινίασε μετά τις εκλογές η ΝΔ. Εκτός από το στοιχείο της υπέρμετρης κολακείας, τα εσωτερικά προβλήματα της κυβέρνησης είναι πλέον τέτοια που αρχίζει πλέον να ξοδεύεται το προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο του πρωθυπουργού. Απανωτά είναι τα κρούσματα που “με απόφαση του κ. Μητσοτάκη” αδειάζονται ακόμη και δημοσίως υπουργοί του, με πιο πρόσφατη την περίπτωση του κ. Αυγενάκη και την ακύρωση της δικής του απόφασης για επιστροφή των φιλάθλων στα γήπεδα. Προκλήθηκε βεβαίως ένα ακόμη αλαλούμ αλλά ήδη αποτελεί τακτική του Μεγάρου Μαξίμου να αντιμετωπίζονται με απαξίωση και λοιδορίες τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη ενισχύοντας το “αυτοκρατορικό” στυλ διακυβέρνησης.

Το θέμα εν προκειμένω είναι ότι έτσι ο κ. Μητσοτάκης παίρνει εντελώς πάνω του και την υπόθεση του κορονοϊού που όλα δείχνουν όμως ότι είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Μπορεί το δόγμα της “ατομικής ευθύνης” των πολιτών -που αντικατέστησε τη “συλλογική επιτυχία” της άνοιξης- να βρίσκεται στο απόγειό του και να προπαγανδίζεται δεόντως, αλλά αυτό δεν ακυρώνει το μείζον πρόβλημα της κυβέρνησης. Έχοντας υιοθετήσει την κυρίαρχη -αλλά και έντονα αμφισβητούμενη- τάση και θεωρία περί “πρωτοφανούς πανδημίας”, εφαρμόζει την ίδια ώρα σε δόσεις μέτρα όχι μόνο αμφίβολης απόδοσης αλλά και με επιλεκτικές προτιμήσεις. Με νωπές ακόμη τις εντυπώσεις από το μπάχαλο στον τουρισμό για το οποίο ουδεμία, έστω, αυτοκριτική έχει υπάρξει, η απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας που επιβλήθηκε τώρα, μαζί με τα υπόλοιπα, δέχεται ήδη σοβαρή κριτική ότι αποτελειώνει το χώρο της εστίασης και της εμπορικής οικονομίας. Την ίδια ώρα η κατάσταση στα μέσα μεταφοράς παραμένει εξόχως προβληματική χωρίς καμία σοβαρή αραίωση, στις δομές και τα διαμερίσματα των μεταναστών όπου ισχύει το άβατο η διασπορά συνεχίζεται ανεξέλεγκτη, τα σχολεία σε αυτή τη φάση είναι ανοικτά ενώ στα νοσοκομεία πρώτης γραμμής -που υποτίθεται ότι θα είχαν ενισχυθεί και αυτά με γιατρούς και προσωπικό- στις γενικές εφημερίες γίνεται το αδιαχώρητο. Από την άλλη πλευρά η εμπειρία έχει δείξει ότι η πολιτική των προστίμων, με τα οποία απειλούνται οι παραβάτες, είναι πεπερασμένη πέραν της κοινωνικής δυσφορίας που τροφοδοτείται με δεδομένη την οικονομική δυσπραγία. Ήδη είναι χαρακτηριστικό ότι στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, παρά το υψηλό γενικό προβάδισμα της ΝΔ, έχει εκτοξευθεί στο 35% το ποσοστό όσων δεν εμπιστεύονται “την επιτροπή των ειδικών λοιμωξιολόγων”, όταν πριν από μερικούς μήνες η αποδοχή τους στο πρόσωπο του (“εξαφανισμένου” μέχρι πρότινος  κ. Τσιόδρα) έφθανε στο 90%!

Πολλοί πιστεύουν ότι από τη στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει τα ηνία -εάν όχι την οιονεί διακυβέρνηση- στους λοιμωξιολόγους και να ακολουθήσει την “πολιτική των κρουσμάτων”, τα οποία πιο πιθανό είναι να αυξάνονται παρά να μειώνονται, ο κίνδυνος ενός νέου αδιεξόδου είναι πρόδηλος. Εάν τις προσεχείς εβδομάδες, που σταδιακά θα αλλάζει και ο καιρός, τα μέτρα αυτά δεν αποδώσουν θα χρειαστούν ακόμη βαρύτερα, οι (υπαρκτές από τώρα) εισηγήσεις για αντικατάσταση των τοπικών lockdown με ένα γενικό θα ενισχυθούν και ο φαύλος κύκλος θα μεγαλώσει σε όλα τα μέτωπα: υγειονομικά, οικονομικά, κοινωνικά.

Το μείγμα, όπως επισημαίνεται, κινδυνεύει να γίνει ακόμη πιο εκρηκτικό εάν υπολογιστούν οι εξελίξεις και σε όλους τους άλλους τομείς του δημόσιου και εθνικού βίου που αποτελούν από μόνοι τους ναρκοπέδια για την κυβέρνηση. Το σοβαρότερο είναι ότι τα πραγματικά επιδημιολογικά δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα έχουν αποδυναμώσει, εάν δεν έχουν αχρηστεύσει εντελώς, τους αφορισμούς περί “ψεκασμένων” -που χρησιμοποιούσε ακόμη και ο κ. Μητσοτάκης έως τις αρχές του Σεπτεμβρίου- απέναντι στην αντίθετη άποψη. Παρά την τροφοδοτούμενη υστερία και τον αποπροσανατολισμό με τη συμβολή πολλών μέσων ενημέρωσης, είναι πλέον αδιαμφισβήτητο επιστημονικό γεγονός ότι -αν και τα καταγεγραμμένα κρούσματα αυξάνονται λόγω των πολλαπλασίων τεστ- η πραγματική θνητότητα είναι πολύ κάτω από το 0,2%. Αυτό επιβεβαιώνει και τις αρχικές εκτιμήσεις του καθηγητή Γ. Ιωαννίδη ο οποίος τότε αντιμετωπιζόταν ως “αιρετικός”. Αυτό επίσης τείνει να ενισχύσει κι ένα υπόγειο κύμα αμφισβήτησης που πολλοί εκτιμούν ότι μπορεί να λάβει ευρύτερες αντισυστημικές διαστάσεις μέσα σε ένα περιβάλλον γενικότερων ανακατατάξεων. Στη χώρα μας πάντως ο “μονόδρομος” στον οποίο έχει μπει η κυβέρνηση δεν της αφήνει πολλές επιλογές και παρά τις ωραιοποιήσεις τα σύννεφα βαραίνουν και στην οικονομία. Και το άλλοθι ότι η κατάσταση επηρεάζει και την ευρωζώνη, η οποία απειλείται με σοβαρή επιβράδυνση της ανάπτυξης και με νέα άνοδο της ανεργίας τουλάχιστον για το επόμενο εξάμηνο, δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστο με δεδομένο ότι όπως αποδείχθηκε οι άλλες χώρες έχουν ισχυρότερες αντοχές από τη δική μας καθημαγμένη οικονομία...
 Ανδρέας Καψαμπέλης  
 
Top